Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Ραντεβού στα όνειρά μου...


Η στεγνή σου σιωπή, για ακόμη μια φορά, έκανε τις νύχτες μου να φαντάζουν εφιαλτικές. Ανύμπορη πλέον και κουρασμένη να αντιδράσω, μένω στο σκοτάδι να παραμιλώ. Να περιμένω, λες, για ακόμη λίγα λεπτά μήπως απαντήσεις στην τελευταία έκκληση, στην τελευταία κραυγή μου για σωτηρία από αυτή τη δίνη που με καταδίκασες να ζω; Μπα...Άδικος, χαμένος κόπος. Σ' ό,τι ξεγράφεις, δεν ξαναγυρνάς εσύ...Κατακρίνεις κάθε στιγμή αδυναμίας και μ' έναν πελώριο κυνισμό, μ' έναν αφόρητο εγωισμό διαγράφεις απ'το δεφτέρι σου άτομα, λόγια και στιγμές. Αλαζονεία, έπαρση, κομπασμός. Αυτός είσαι εσύ!

Λοιδωρείς ακατάπαυστα κάθε αγνό συναίσθημα και εκμαυλίζεις αθώες ψυχές, τις παρασύρεις μέχρι να δύσουν, μέχρι να σβήσουν...Θαρρώ, είναι θαμποί οι άνθρωποι, σιγά σιγά σκοτεινιάζουν. Στέκουν σε βρώμικες γωνιές, χωμένοι σε βούρκους. Επιτίθενται στις ψυχές τις ατόφιες, τις πιο λαμπερές. Τις διαλέγουν, τις τραβούν στον πάτο μαζί τους...Αυτός είσαι εσύ!

Τα φώτα στο δωμάτιο σβηστά, το κινητό χαρίζει γλυκιές μελωδίες και η ρομαντική φωνή του Φρανκ Σινάτρα δεν αργεί να ηχήσει στ' αυτιά μου. "Love is a many-splendored thing" αναφωνεί, κι εγώ μέσα στο σκοτάδι να ονειρεύομαι παρτιτούρες βγαλμένες από χρυσά σαξόφωνα, ασημένιες τρομπέτες. Φιγούρες βγαλμένες σαν από ταινία, με τζαζ μουσικό υπόβαθρο σε υγρά δρομάκια, κάτω από το φως του φεγγαριού και η ελαφριά ομίχλη να χαϊδεύει τα μάγουλα μας. Μα η ωμή πραγματικότητα δεν αργεί να με επαναφέρει στην παρούσα κατάσταση, στο εκτεταμένο βάσανο...Και εντείνεται ο πόνος, εντείνεται η απογοήτευση κι η απουσία σου σουβλίζει το είναι μου, καίει τα σωθικά μου. Η ίδια σουβλιά και στην καρδιά μου. Και στο μυαλό...

Ξαπλωμένη, προσπαθώ να διακρίνω το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι, όπως ακριβώς προσπαθούσα να διακρίνω κάποιο ίχνος αγάπης, συμπόνιας σε σένα. Κάποιο ίχνος, ένα μικρούλι στοιχείο που θα μου αποκάλυπτε πως δεν μπορεί, το ίδιο θα νιώθεις κι εσύ. Μα εσύ είσαι σκληρός, δεν ξέρεις ν' αγαπάς. Κι αν κάποτε μ' αγάπησες, για λίγο ήταν και ξεχάστηκες. Το άρωμα της λεβάντας από το σεντόνι και το σκέπασμα με αγκάλιασαν στοργικά –κάτι θα έπρεπε να με αγκαλιάζει κι εμένα. Κι ενώ πασκίζω να κοιμηθώ, αδυνατώ! Οι σκέψεις συνεχίζουν να με καλούν σε νυχτωδία, μου μιλάνε και πώς να τις σταματήσω; Θα συνεχίσουν ακόμα κι αν κλείσω τα αφτιά μου. Δεν έχω όρεξη να ακούω το κήρυγμά τους, τις ακούω παθητικά. Θα πουν αυτά που έχουν και θα κοιμηθούν κι αυτές...

Απ' το παράθυρο ακούγονται τα ξενυχτισμένα αυτοκίνητα που περνάνε και σφυρίζουν μεθυσμένα. Φασαρία στην πόλη. Δεν αφήνει το μυαλό σου να σταματήσει και να ξεχάσει τα πάντα, έστω για λίγο. Πάντα σε θέλει εκεί, να θυμάσαι. Σε ζαλίζει με τη ζωντάνια και την κοινωνικότητά της, τα φώτα, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα, τη φασαρία...Είναι από αυτές τις νύχτες που οι διαδρομές στα μονοπάτια της ζωής είναι έντονες, τόσο έντονες που σκέφτεσαι πως κρύβουν μέσα τους περισσότερα συναισθήματα από όσα μπορείς να αντέξεις. Αυτό. Εκεί σταματά η σκέψη σου κι ύστερα ίσως και να γλιστρήσουν κάποια δάκρυα, για να ξελαφρώσει η ψυχή σου απ’ το βάρος που κρατά. 

Δεν είναι κακό, ούτε και λάθος. Η δύναμη κάποιες στιγμές, σε κάποιες καταστάσεις, εξασθενεί γιατί σε καταβάλει ο φόβος. Μάλλον -πιο σωστά- επειδή τον αφήνεις να σε καταβάλει, μα κάπου κάπου πρέπει να αφήνεσαι, δεν νομίζεις; Να προσπαθείς όμως να κρατάς την αξιοπρέπειά σου, να κρατάς το κεφάλι ψηλά ό,τι και αν γίνει. Ψηλά για να κοιτάζεις τα αστέρια και να ταξιδεύεις, ψηλά για να ονειρεύεσαι, ψηλά γιατί στα σύννεφα μπορείς να περπατάς, να ξεμακραίνεις δίχως κόπο.

Περίεργο τούτο το βράδυ, γεμάτο ένταση. Βράδυ που αγκαλιάζει τις σιωπές και λιγοστεύει το φως του φεγγαριού για να αφήσει τις σκιές απόψε να χορέψουν. Εύχομαι όπου και αν σε βρίσκει το βράδυ αυτό να σου χαρίσει όνειρα γλυκά και ταξιδιάρικα. Έπιασε βροχή. Αφέθηκε ξανά ο ουρανός στην συννεφιά του, αύριο θα είναι πιο φωτεινός. Φίμωσα τον Σινάτρα, θα κουράστηκε για σήμερα. Ας πάει κι αυτός για ύπνο. Βόλεψα και το κορμί μου μέσα στα σκεπάσματα, μονάχα η καρδιά μου έμεινε με τον πόνο, το μυαλό μου με τις σκέψεις...Κλείνω τα μάτια. Τα σκεπάσματά μου φαίνονται ότι παίρνουν τη μορφή του χεριού σου, με αγκαλιάζουν. Τα κρατάω κι εγώ με όλη μου τη δύναμη, δε θέλω να χάσω το άγγιγμά σου πάλι. Ραντεβού στα όνειρά μου, όπως πάντα…

 "Ταξίδεψέ με, εκεί, ξέρεις! Στο άπειρο..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου