Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Για σένα μόνο ~ Δημήτρης Μητροπάνος


Στίχοι:

Θα `θελα να `ξερα τουλάχιστον πού πας
πώς είναι τώρα δίχως τη δική μου αγάπη
πώς είναι όταν στο σπίτι σου γυρνάς
και ψάχνεις να πιαστείς ξανά από κάτι

Μονάχη σου διαλέγεις τι θα πεις
μονάχη σου διαλέγεις τι θα κάνεις
Ακόμα μια φορά αν το σκεφτείς
για μένα δεν μπορείς να αμφιβάλλεις

Για σένα λιώνω μια ζωή, για σένα λιώνω
μη με αφήνεις στη βροχή γιατί παγώνω
Κι αν δε με παίρνεις αγκαλιά, εγώ θυμώνω
για σένα μένω στη ζωή, για σένα μόνο

Θα `θελα να `ξερα τουλάχιστον τι θες
έτσι που κάνει η ματιά σου ένα γύρο
Να με κοιτάξεις μια κουβέντα να μου πεις,
να με φωνάξεις και στον ώμο σου να γείρω

Αβάσταχτο να βρίσκεσαι αλλού,
αβάσταχτο να είσαι μακριά μου
Κι αν χάθηκαν τ’ αστέρια από παντού
να έρθεις να σου φτιάξω εγώ δικά μου

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Γυμνὸ σῶμα ~ Γιάννης Ρίτσος


Εἶπε: ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.

Ἕνα ἄστρο ἔκαψε τὸ σπίτι μου.
Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.

Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι, ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή- πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.

Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Σάρκινος λόγος ~ Γιάννης Ρίτσος



Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.

Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.

Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.

Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Σ’ ένα γύρισμα της ζωής ~ Αλκυόνη Παπαδάκη (αποσπάσματα)



‘‘Και ποιόν να επικαλεστείς, μια τέτοια ώρα... Ποιός να σ' ακούσει. Όταν έχει τόσο βάθος η χαράδρα... Κι εσύ κατρακυλάς... Κατρακυλάς... Κι αν, έστω, σε κάποιον φτάσει η ηχώ της κραυγής σου, από ποιό μονοπάτι να κατέβει, για να σου δώσει το χέρι. Να σου πετάξει ένα σκοινί. Πολλοί θα μαζευτούν στην άκρη του γκρεμού και θα σχολιάζουν ή θα συσκέπτονται για τη σωτηρία σου. Ίσως, οι πιο πονετικοί, μπορεί και να κλάψουν για την τύχη σου. Πάντως, η συμπαράσταση και η συμπόνοια, κατά κανόνα, έχουν όρια. Να ματώσει λίγο τα γόνατά του ο άλλος, προκειμένου να προσπαθήσει να σε πλησιάσει, ναι! Να γρατσουνίσει τα χέρια του, εντάξει! Αλλά, ως εκεί, ρε φίλε. Στο κάτω - κάτω, ας πρόσεχες. Τώρα... Υπάρχουν και κάποιοι, βέβαια, που δεν τα 'χουν καλά ούτε με τους κανόνες ούτε με τα όρια. Αν τύχει ένας τέτοιος, θα την κάνει τη βουτιά στον γκρεμό, για να 'ρθει κοντά σου.Μπορεί να μην έχει τα μέσα να σε τραβήξει. Αλλά θα καθίσει εκεί, δίπλα σου, να σου κάνει συντροφιά. Να σου λέει παραμύθια. Να σου μαζεύει αγριολούλουδα.’’


 
‘‘Πώς γίνεται, σ’αυτόν τον ‘‘ψεύτη κόσμο”, άνθρωποι που αγάπησες, που τους κράτησες και σου κράτησαν το χέρι έστω και λίγο, που ορκιζόσουνα τότε – και το πίστευες – πως θα υπάρχουν πάντα στο κάδρο της ζωής σου…Πώς γίνεται να χάνονται… Να μένουν μόνο σαν κιτρινισμένες φωτογραφίες στο αλμπουμ της ψυχης σου. Το ποδοβολητό της μοίρας; Η σκόνη του χρόνου; Οι φουρτούνες; Οι καταιγίδες; Η βιάση να προλάβεις εκείνο που δεν έρχεται ποτέ; Πώς γίνεται… Και φεύγουν οι μέρες, κυλά η ζωή και μένει μόνο η μυρωδιά απο το άγγιγμά τους να σ΄ακολουθεί. Και μια νοσταλγία, που σε πληγώνει γλυκά, κάτι δειλινά, που ο ήλιος βάφει τη θάλασσα τριανταφυλλί. Ή κάτι νύχτες του καλοκαιριού, που δεν σ΄αφήνει ν΄αποκοιμηθείς το αρωμα της βιολέτας.’’



‘‘Έχεις σκεφτεί, έχεις αναλύσει τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Γιατί νιώθουμε τόσο έντονα την ανάγκη ο ένας του άλλου; Έχεις προσέξει ποτέ ένα ζευγάρι γλάρων, όταν πετούν ανέμελα στον ουρανό; Πετούν αργά-αργά, πλησιάζει ο ένας στη φτερούγα του άλλου, αγγίζονται, κάνουν λίγο να απομακρυνθούν και πάλι ο ένας ξανάρχεται πλάι στον άλλον και ακουμπάνε τις φτερούγες τους. Πετούν ανέμελα... Νωχελικά... Σίγουρα... Σα να 'ναι δικός τους ο ουρανός. Και είναι δικός τους ο ουρανός. Αμφιβάλλεις; Κι εμάς είναι δικός μας ο ουρανός...Δύο ψυχές, η μία με βαριές αποσκευές από το παρελθόν και η άλλη με δανεικές στολές και ψεύτικα παράσημα, συναντώνται για να βαδίσουν μαζί σ' ένα άγνωρο μονοπάτι, σ' ένα γύρισμα της ζωής.’’



‘‘Ήθελα να ’ξερα γιατί οι άνθρωποι θέλουν να σε ξενερώσουν όταν βλέπουν πως είσαι ευτυχισμένος. Και γίνονται ξαφνικά προφήτες, συμβουλάτορες, προφεσόροι... Για το καλό σου, θα μου πεις. Για να σε προστατέψουν. Μπορεί. Αλλά εγώ δεν θέλω. Επιθυμώ να ζήσω αυτό που ζω χωρίς να βάζω συρματοπλέγματα στην καρδιά μου. Έχω δώσει παραγγελιά και χορεύω. Έχω πληρώσει τα όργανα με το παραπάνω. Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος. Μακάρι να ήταν έτσι. Μακάρι να έπαιζαν τα όργανα την παραγγελιά και να περίμεναν ώσπου να τελειώσει ο χορός. Αλλά πού... Μακάρι οι συμβουλάτορες και οι προφήτες να μην έπαιρναν χαμπάρι πότε χάλασε η γιορτή. Να μην έσπευδαν όσοι σπεύδουν μ’ εκείνο το υφάκι το καλού Σαμαρείτη - Αχ μωρέ! Και σου τα ’λεγα εγώ - να σε βοηθήσουν να μαζέψεις τα σπασμένα σου. Να σου σκουπίσουν τα αίματα από τα πόδια σου. Τι το ’θελες κι εσύ... Τι το ’θελες να χορεύεις ξυπόλυτος πάνω στα γυαλιά;’’


 
‘‘Θεός φυλάξοι απ΄αυτές τις συμπεριφορές που προσφέρονται σε συσκευασία αποστειρωμένης γάζας. Κολλάνε πάνω στην πληγή και πονάνε.. Πονάνε πολύ... Αμ αυτός ο πληθυντικός πια. Στα πολύ αγαπημένα και οικεία πρόσωπα; Δείγμα, τάχα μου, καλής ανατροφής... Ένας είναι αυτός που αγαπάς και απευθύνεσαι άμεσα σ' αυτόν. Ένας και μοναδικός. Δεν είναι ομάδα. Δεν φοράει γάντια η αγάπη.’’

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Σβύσε τὰ μάτια μου ~ Κωστής Παλαμάς




Σβύσε τὰ μάτια μου· μπορῶ νὰ σὲ κοιτάζω,
τ᾿ αὐτιά μου σφράγισέ τα, νὰ σ᾿ ἀκούω μπορῶ.
Χωρὶς τὰ πόδια μου μπορῶ νὰ ρθῶ σ᾿ ἐσένα,
καὶ δίχως στόμα, θὰ μπορῶ νὰ σὲ παρακαλῶ.

Κόψε τὰ χέρια μου, θὰ σὲ σφιχταγκαλιάζω,
σὰ νὰ εἶταν χέρια, ὅμοια καλά, μὲ τὴν καρδιά.
Σταμάτησέ μου τὴν καρδιά, καὶ θὰ καρδιοχτυπῶ
μὲ τὸ κεφάλι.

Κι ἂν κάμῃς τὸ κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, ἐγὼ
μέσα στὸ αἷμα μου θὰ σ᾿ ἔχω πάλι.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Και ο Έρωτας, είναι κι αυτός μια ωραία Ιδέα...

 
 
Για τον έρωτα δεν υπάρχει κατάλληλη ώρα. Όποιος παραιτείται από τον έρωτα, έχει πεθάνει και δεν το ξέρει. Ο έρωτας είναι η χαρά και η γλύκα της ζωής, αλλά όταν “αργεί” πάντα αφήνει μια πικράδα. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν οι συγκυρίες να ’ναι τέτοιες που την ‘‘ψ’’ στιγμή μπαίνει στη ζωή μας ο άγνωστος ‘‘χ’’ και δημιουργείται η πιο όμορφη και συνάμα περίπλοκη μαθηματική ταυτότητα. Μολαταύτα, ο έρωτας δεν ανθίζει εκεί που πεισματάρικα βρίσκονται ριζωμένες οι σκέψεις, οι εξηγήσεις και οι εξισώσεις. Όταν έχει ο έρωτας λογική, λυπάμαι, αλλά δεν είναι έρωτας πολύ. Θα ήταν αστείο, για παράδειγμα, να λέγαμε ότι στον έρωτα ισχύει 1+1=2. Κάθε άλλο, στον έρωτα η απάντηση ισούται με ΕΝΑ. Δύο οντότητες οι οποίες απαρτίζουν ΕΝΑ σύνολο, ένα ενιαίο πνεύμα μοιρασμένο σε δυο σώματα.
 
Το να ερωτευτείς και να μείνεις, δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Ερωτεύεται και μένει όποιος αναζητά το άλλο του ‘‘υποσύνολο’’, το άτομο που θα τον γεμίζει τόσο αισθηματικά, όσο και νοητικά. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μόνο για τον έρωτα και άλλοι που ζουν για όλα τα άλλα... Το να ανήκεις στους πρώτους θέλει πολύ “γερό στομάχι”. Ο Έρωτας πάντα πονά και σφάζει, αλλά και πάντα θα τον ψάχνουμε. Είναι αυτό που λέμε πως οι άνθρωποι γίνονται - και πάντα θα γίνονται - όμορφα θύματα του έρωτα. Τιμή μας και καμάρι μας και κέρδος μας ο κάθε έρωτας που ζούμε, χωρίς αυτόν όλες οι σελίδες της ζωής μας θα ’ταν απλές, λευκές, μουντές και άτονες.

Ο έρωτας είναι το καθαρότερο πρίσμα από όπου η ομορφιά διαθλάται στον κόσμο. Τον Έρωτα, δυστυχώς, όσο και να τον εξιδανικεύουμε, δεν είναι μόνο οι συμβάσεις και τα “πρέπει”, που μας εμποδίζουν να τον βιώσουμε αλλά είναι μια άλλη πανανθρώπινη μεγάλη Αρχή που μας εμποδίζει (ενίοτε) να “ταξιδέψουμε” μέσα του, και η Αρχή αυτή λέει πως : “Ο Έρωτας για να διαγράψει πορεία χρειάζεται ΔΥΟ ερωτευμένους ανθρώπους που θα αποτελέσουν ΜΙΑ οντότητα”.
 
ΞΕΡΩ τι είναι ο έρωτας. Άλλοτε με έχει μετατρέψει σε ευτυχισμένο απαλόχρωμο πούπουλο, άλλοτε σε πυρκαγιά με ασύλληπτες αποχρώσεις, και κάποιες φορές με έντυσε με του πόνου και της καταστροφής το μαύρο. Ο “καλοσιδερωμένος”, και με άρτιο φινίρισμα έρωτας, είναι μόνο για τα βιβλία και τις παλιές Χολλυγουντιανές ταινίες. Αν δεν νιώσεις την τρέλα να ξεπερνάει κάθε δείγμα λογικής, αν δεν βιώσεις το αίσθημα φόβου και μόνο στην ιδέα του να χάσεις αυτόν που αγαπάς, αν δεν έχεις παλέψει με νύχια και με δόντια για να κρατήσεις άσπιλη και αμόλυντη την αγάπη σου, τότε λυπήσου γιατί δεν ερωτεύτηκες ποτέ. Κι αν αναρωτιέσαι πότε θα καταλάβεις αν αυτή η ‘‘παραφροσύνη’’ λέγεται έρωτας, τότε το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως αυτό που λατρεύω πιο πολύ απ’ όλα, είναι το γεγονός πως τον έρωτα μπορείς να τον συναντήσεις ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ! Λογαριασμό δεν θα σου δώσει. 
 
Ο έρωτας θέλει κότσια για να ‘σαι αντάξιός του κι ούτε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορεί να είναι “καλοσιδερωμένος”! Θα ήταν, τότε, τουλάχιστον πληκτικός και ανούσιος. Ο έρωτας είναι φωτιά και μόνο όποιος τον αντέχει είναι και άξιος να τον ζήσει. Καραδοκεί στις γωνίες μας και γυρεύει πάντα να αρπάξει την ψυχή μας. Πότε χτίζει ένα μικρό δωμάτιο, πότε έναν κήπο ολάνθιστο, πότε μια ολόκληρη πολιτεία, πότε τον ουρανό με τ’ άστρα .

Τελικά ο Έρωτας πάντα “έρχεται”. Αρκεί να ξέρεις να κοιτάς προς τις εισόδους από τις οποίες μπαίνει, να μάθεις να τον αναγνωρίζεις.  Ακούγεται χαζό, αλλά δεν είναι. Ό, τι βιώνουμε σαν έρωτα, δεν είναι πάντα έρωτας. Θυσίες “ζητάει” απ’ τους πιστούς του ο φοβερός Θεός Έρωτας! Γιατί δεν υπάρχει Θεός που να μην απαιτεί θυσίες. Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν έχουν αναμνήσεις ερώτων. Αξίζει να κλαίμε στον χαμό ή την νοσταλγία των ωραίων Ιδεών... Και ο Έρωτας, είναι κι αυτός μια ωραία Ιδέα...

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

‘‘Έρως ανίκατε μάχαν’’ (Μετάφραση από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή)



Ανίκητε έρωτα στον πόλεμο

Έρωτα που όπου πέσεις το κάνεις κτήμα σου
Που στ’ απαλά τα μάγουλα
Της κοπέλας ξενυχτάς
Και τριγυρνάς πάνω απ’ τα πελάγη
Και στους πιο μακρινούς τόπους
Δεν σου ξεφεύγει ούτε θεός
Ούτε κανείς απ’ τους ολιγοήμερους ανθρώπους
Κι όποιον αρπάξεις τρελαίνεται.

Εσύ και των δίκαιων ανθρώπων τους συλλογισμούς
Στην αδικία παρασέρνεις για την καταστροφή τους
Εσύ έχεις φουντώσει και την έχθρα αυτή
Ανάμεσα στο παιδί και το γονιό του

Μα ολοφάνερος μέσα απ’ τα βλέφαρα
Της λαχταριστής της νύφης νικάει ο πόθος
Δικαστής των μεγάλων των θεσμών
Που κυβερνούν αιώνια τον κόσμο
Γιατί αήττητη η Κύπριδα, παίζει μαζί μας.

Τώρα πια κι εγώ έξω από τους νόμους
Βγαίνω βλέποντας αυτά, και δεν μπορώ
Να παύσω τις πηγές των δακρύων μου
Βλέποντας να βαδίζει η Αντιγόνη
Και αιώνια κάτω απ’ τα φρύδια της
Κυλά το δάκρυ και της μουσκεύει τα λαιμά.
Παρόμοιο πεπρωμένο με αυτής
Τέτοιο μου φαίνεται τέλος.

Ανεκπλήρωτος έρωτας



"Αυτό το άδειο βλέμμα στον καθρέφτη μου, κάπου το ξέρω καλά από παλιά..."

"Και μετά κενό...και μετά τίποτα... Πίστευα πως αυτό που ζήσαμε θα κρατούσε για καιρό... Ίσως για πάντα... Και ξαφνικά...όλα χάθηκαν... Έσβησαν... Έτσι απλά... Και αυτό που έμεινε μέσα μου, με "τρώει" ακόμα... Αυτό το μισαδάκι... Αυτό το ανεκπλήρωτο... Αυτός ο έρωτας..."! Σίγουρα λίγο ή πολύ, όλοι μας έχουμε νιώσει ή νιώθουμε τα παραπάνω...

Η μαγεία του "ανεκπλήρωτου έρωτα" διαφέρει από φύλο σε φύλο... Στους άντρες μένει περισσότερο πόνος και απογοήτευση και το κρατάνε μέσα τους βαθειά, χωρίς να ξέρουν αν θα έχουν ξανά την...ευκαιρία! Και σίγουρα μπορεί να γεράσουν και να μην έχουν καταλάβει τι έφταιξε... Και ειδικά πού έφταιξαν οι ίδιοι...

Στις γυναίκες λειτουργεί αλλιώς... Σαν απωθημένο... Σαν κάτι που δεν κατάφεραν να κρατήσουν... και δεν έχουν μάθει έτσι... Σαν έναν αγώνα που έχασαν... Αλλά όχι μάχη... Παραμονεύουν... Και περιμένουν εκεί... Τη στιγμή που θα βρουν ευάλωτο το "θύμα" και θα χτυπήσουν, για να ολοκληρώσουν με τον δικό τους τρόπο αυτό που άφησαν μισό... Κι εκεί..."Προσοχή...Τσακίζουν!"

Στο μυαλό μου, ο έρωτας δεν έχει κατηγορίες... Δεν τον ακολουθούν άλλοι τίτλοι... Είναι μια κατηγορία και ένας τίτλος μόνος του! Είναι απλά η ίδια η ζωή! Η αρχή και το τέλος... Της στιγμής, της ώρας, της ημέρας... της αιωνιότητας...

Μακάριος αυτός/ή που τον έζησε - τον ζει και θα συνεχίσει να το ζει...για πάντα και με κάθε τρόπο!

Ο καθένας από εμάς ξέρει τι είναι το ανεκπλήρωτο γι΄αυτόν και για ποιόν είναι αυτός ο..."ανεκπλήρωτος". Και αν τύχει και κάποια στιγμή συναντηθούν... Τα μάτια παίρνουν τον πρώτο λόγο και μιλάνε όπως πρέπει. Εκεί διαβάζεις τα πάντα. Και τότε ξέρεις... Στα σίγουρα!
Ο αέρας μυρίζει... Και με το αόρατο μελάνι του γράφει μέσα μας...Όχι απαραίτητα αυτό που θέλουμε εμείς... Αλλά είτε θετικά, είτε αρνητικά μας δίνει να καταλάβουμε και να ξεκαθαρίσουμε ίσως μια και καλή την υποψία γαργαλητού που νιώθουμε στο στήθος μας και το κομπάκι στο στομάχι μας... Δηλαδή...

"Έχουμε τελειώσει..." ή "Σ΄έχω μέσα μου και κάποια στιγμή... Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε..."

 Προσωπικά, νιώθω τυχερή! Γιατί έχω ζήσει την πληρότητα του ανεκπλήρωτου έρωτα, έως το τέλος του και "είμαι καθαρή"...

Έως πότε όμως;

Μα, έως τον επόμενο βέβαια...!

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Παράπονο ~ Οδυσσέας Ελύτης



Αναρωτιέμαι μερικές φορές: 

Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία;

Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; 

Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;



Μούτρα. Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα.

Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. 

Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές.



Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές.

Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.



Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες 

Που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. 

Σ' εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται.

Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.



Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, 

Την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς. 



Ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. 

Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες,  

Να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς.

Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος. 



Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. 

Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους

Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. 

Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.



Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.



Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα 'ναι αργά .

Δεύτερη Ζωή δεν έχει...

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Ἀλλὰ τὰ βράδια ~ Τάσος Λειβαδίτης



Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο

Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες

Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!
Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου


Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ ~ Γιώργος Σεφέρης


Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.

Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.

Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά ~ Γιώργος Σεφέρης



Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει, μήτε νὰ σκέπτεσαι, μήτε νὰ κινεῖσαι,
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλὸ-
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι

ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ  νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς βαθιὰ στὴν  Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε Θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα- ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο,
κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ πάλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο, ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά,
νὰ μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατὶ καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγὰ-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της

κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατὶ ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
γιὰ νὰ πονοῦμε, γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ,
τοῦτες τὶς μέρες, τό μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν

καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος
ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,

ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλάζει
σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς,
τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας καὶ τῆς  καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,

πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν  ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.