Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Νοσταλγία ~ Κική Δημουλά

 


Τον θυμάμαι ακόμα.

Παράξενο πολύ,

γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,

όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.



Υπέροχο μνημείο.

Διάχυτος σαν μυρουδιά,

απροσδιόριστος σαν το άπειρο,

βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.



Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο

όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.

Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο

κάποιο ξεκίνημα πικρό.



Και τότε εγώ

σήκωνα το ποτήρι

και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα

ανάκατο με μια σιγή.



Στο χωρισμό μήτε αντίο

μήτε φιλί.


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Μια επιστολή ~ Μαρία Πολυδούρη



"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."

Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας να 'χω πια ολότελα ξεχαστεί απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν! Έζησα, τ'ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που 'λέγαν πως μ’ αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή που 'κρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της.

Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους. Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της; Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων;

Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μου 'παιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονεί για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ’ ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα!

Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θα 'θελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενιά ηττημένη. Κάποιοι από μας 'κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ’ από μας, ούτ’ από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά να βρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης. Κι όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μου 'πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Το 'χε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ’ ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν.

Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ’ ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. "Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε 'μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξέρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κοιτάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κοιτάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ έβρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη.

Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου 'κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νιώσω το φίλημά σου. Είναι τόσο μεγάλος ο καημός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν. Τα λόγια αυτά ίσως ν’ ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που 'ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθει η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα 'μεις τα παίρναμε για γκρίνια.

Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κοιτώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, 'κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες καρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν. Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.



Με αγάπη

Μαρία Πολυδούρη

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Σενάρια και λόγια χιλιοειπωμένα...





Δεν βαρέθηκες να μοιρολογείς; Πάει αυτός ο έρωτας, έφυγε! Δεν άντεξε το ασήκωτο βάρος των προσδοκιών σου και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Γιατί αυτή η ατέρμονη θλίψη; Γιατί, εαυτέ μου, χειμώνιασε η καρδούλα σου από τώρα; Νωρίς είναι ακόμη, Οκτώβριο έχουμε! Κάνε υπομονή και μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς ρε μορτάκι. Σάμπως αυτουνού θα του λείψεις νομίζεις; Ούτε την απουσία σου δεν πήρε χαμπάρι βρε κουτό! Θα ‘πρεπε να έχεις συνηθίσει μέχρι τώρα, παρ’ όλα αυτά μοιρολογείς και θρηνείς κάθε φορά σαν να ‘ναι η πρώτη! Σαν να μην το ‘χεις ξαναζήσει το έργο! Θυμίζεις κάτι ταινίες κακογραμμένες με σενάριο τετριμμένο, χιλιοειπωμένο και ρηχές ερμηνείες από δευτεροκλασάτους πρωταγωνιστές. 

Η διαπίστωση είναι αυτή που σε πονά περισσότερο, το ξέρω! Η διαπίστωση ότι δεν αγαπήθηκες καθόλου. Ή δεν αγαπήθηκες αρκετά ώστε να μείνει δίπλα σου και να παλέψει για το κοινό σας μέλλον. Χα! Κοινό μέλλον; Μωρ’ τι μας λες! Εδώ δεν είχατε κοινό παρόν, το κοινό μέλλον σε μάρανε! Έτσι είναι οι άνθρωποι κουκλάκι μου, έτσι λειτουργούν. Φεύγουν νωρίτερα μην τυχόν και νιώσουν! Μεγάλη κατάρα να νιώθεις, θέλει κότσια και τσαγανό. Γι’ αυτό οι άνθρωποι προτιμούν το επιφανειακό, το πρόσκαιρο, το απλό, το εύκολο! Σου λέει, πού να τρέχω τώρα να διεκδικώ; Κάτσε στα αυγουλάκια σου, μπορείς να έχεις το “χρησιμοποιημένο” που δεν χρειάζεται να κοπιάσεις για να το αποκτήσεις.

Σε οικτίρω! Ναι, εσένα,  όχι εκείνον. Εκείνον τον θαυμάζω! Βεβαίως, σωστά άκουσες! Τον θαυμάζω γιατί χρειάζονται μεγάλα αποθέματα αναισθησίας και εγωισμού ώστε να μην καταφέρει να νιώσει τίποτα μετά από έναν χρόνο και κάτι μήνες. Ψιλά γράμματα μωρέ!  Εσύ, όμως, που ένιωσες είσαι για λύπηση γιατί όσο αλτρουιστής κι αν είναι κάποιος, η αγάπη πρέπει να ‘ναι αμφίδρομη. Στην αγάπη υποτάσσεσαι δεδομένου ότι υποτάσσεις. Εσύ απλά αρκέστηκες στο να υποταχθείς.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Χάρις Αλεξίου ~ Καίω εσένα....


Στίχοι:

Απόψε καίω τις παλιές φωτογραφίες
Αυτό τον τρόπο έχω για να ζεσταθώ
Καίω την εκδρομή την πρώτη μας στη Σαντορίνη
Καίω και το φιλί εκείνο στο Λυκαβηττό
Κι αυτή τη θάλασσα που πιάναμε στα χέρια
Κι αυτό τον ήλιο που ανάβαμε τα καλοκαίρια

Καίω εσένα, καίω εμένα
Καίω τα όνειρά μου τα σταματημένα
Καίω εσένα, καίω εμένα
Καίω μαζί κι όλα τα σώματα τα ερωτευμένα

Αυτή η φλόγα να λυγάει το κοίταγμά σου
Αυτή η φλόγα να ζαρώνει ό,τι αγαπώ
Κοίτα πώς γίνεται απόψε σκόνη η ομορφιά σου
Κοίτα πώς γίνεσαι μια στάχτη μες στον ουρανό
Καίω τον τρόπο που κοιτάζονταν τα σώματά μας
Καίω τον τρόπο που αγκαλιάζονταν τα βλέμματά μας

Καίω εσένα, καίω εμένα
Καίω τα όνειρά μου τα σταματημένα
Καίω εσένα, καίω εμένα
Καίω μαζί κι όλα τα σώματα τα ερωτευμένα


Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Η "απτική" αμυντικότητα της καρδιάς...





Ξυπνώ, πλένομαι, ντύνομαι και βγαίνω έξω. Άλλη μια μέρα περνά χωρίς εσένα. Χωρίς νόημα. Άλλη μια μέρα θα κυλήσει αβίαστα, μηχανικά. Σαν καλοκουρδισμένο ρομπότ θα βγω έξω, θα κάνω τις δουλειές μου, θα χαμογελάσω ίσως σε 'κανα γνωστό, θα προσπαθήσω να γελάσω με τα αστεία της παρέας... Τι κι αν περάσουν 10 λεπτά, τι κι αν περάσουν 10 ώρες... Καμία αίσθηση δεν μου κάνει. Πάνε μέρες τώρα που προσπαθώ να πνίξω την εικόνα σου σ' ένα μπουκάλι ουίσκυ. Που προσπαθώ να σβήσω την μορφή σου ξεφυσώντας τον καπνό απ' το τσιγάρο που όλο λέω πως θα 'ναι το τελευταίο και όλο ανάβω το επόμενο. "Είσαι καλά, θα γίνεις καλά", συνεχίζω να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. Ποιόν κοροϊδεύω! Η μορφή σου εξακολουθεί να με στοιχειώνει. Το γέλιο σου, το βλέμμα σου, τα μάτια σου... Τι κι αν επιζητώ το χάδι, το φιλί σε αγκαλιές ξένες... Κανένας δεν είναι εσύ.

Τί νομίζω πως κάνω; Αφού ό,τι αναπνέει, ό,τι περπατάει, ό,τι μιλάει, ό,τι υπάρχει σε τούτο τον τόπο θυμίζει εσένα. Ό,τι ζω είναι απλά μια παραλλαγή κάποιας στιγμής που ήσουν δίπλα μου... Μια φτηνή απομίμηση... Δεν καταλαβαίνω. Δεν με καταλαβαίνω. Γιατί δεν σε ψάχνω; Γιατί δεν παλεύω για να είσαι δίπλα μου; Τί είναι αυτό που με κρατάει αδρανή; Απλώς περιμένω. Αλήθεια, τί περιμένω; Εγώ δεν είμαι αυτή που έλεγε πως ό,τι δεν πάρεις μόνος σου κανείς δε θα στο δώσει;

Και τώρα απλά περιμένω κάτι να αλλάξει, κάτι να συμβεί. Κάτι που μ'ένα μαγικό τρόπο θα σε κάνει να γυρίσεις! Κι ας ξέρω πως αυτή την φορά είναι οριστικό, όλα έχουν τελειώσει μεταξύ μας. Εσύ μάλλον το πήρες απόφαση, κομμένα τα πισωγυρίσματα. Κι αυτό γιατί εγώ σε έδιωξα. Εγώ είμαι αυτή που δεν άντεξε την κοροϊδία, την πολυγαμικότητα σου, τη σαδιστική σου συμπεριφορά, το πήγαινε-έλα σου... Κι ας υποστηρίζεις το αντίθετο, κι ας μη θες να παραδεχτείς... Για κοίτα! Τόσα τα μειονεκτήματα σου, κι εγώ εξακολουθώ να ρίχνω το φταίξιμο στον εαυτό μου που φάνηκε σκληρή, αμετανόητη και σ' έδιωξε!

Πλέον δεν ζητώ συμβουλές. Από ποιόν να ζητήσω και γιατί; Λες και δεν ξέρω ότι είσαι η καταστροφή μου. Σαν την κάφτρα του τσιγάρου, έτσι κι εσύ με καις. Με τραβάς ολοένα και πιο βαθιά στα σκοτεινά σου μονοπάτια. Εκεί που το μυαλό παρανοεί και η "ξετσίπωτη" ανάγκη για ηδονή υποβόσκει. Είσαι κάτι ανεξήγητο, κάτι καρμικό, πόλος έλξης... Κι όμως, υπάρχει κάτι που με κρατάει μακριά σου. Με κρατάει μακριά απ' το να σου τηλεφωνήσω, απ' το να σου στείλω ένα ρημαδιασμένο μήνυμα, μακριά από κάθε επαφή μαζί σου... Αυτό, που κάθε φορά που ερχόμαστε κοντά, αποτραβιόμαστε ακόμα πιο βίαια ο ένας απ' τον άλλον. Με περισσότερο μίσος κάθε φορά. Είναι λες και όλα συνωμοτούν να με κρατούν μακριά σου αλλά ταυτόχρονα ολοένα έρχομαι και πιο κοντά σου.

Εσύ είσαι αυτό το κάτι... Και δεν ξέρω ούτε το γιατί, ούτε το πως έφτασε μέχρι εδώ αυτή η κατάσταση...Εγώ, που πάντα ήμουν ο προασπιστής της λογικής, που παραμέριζα τα συναισθήματά μου για να κάνω το "σωστό"... Πώς κατάφερα να μπλέξω μαζί σου; Γιατί άφησα τον εαυτό μου να σε ερωτευτεί; Κι ακόμη χειρότερα, να σε αγαπήσει! Προσπαθώ να καταλάβω τι είσαι, γιατί δείχνεις ό,τι δείχνεις. Λες και δεν ξέρω ότι πάντα κρύβεσαι, λες και δεν ξέρω τι αισθάνεσαι!

Και τελικά φεύγω... Φεύγω απ' αυτό που νιώθω. Πουτάνα λογική κατέστρεψες τους πιο μεγάλους έρωτες... Κάποτε, ένας πολύ καλός μου φίλος, μου είπε: "Έμαθες να φεύγεις από αυτό που νιώθεις γι' αυτό τις νύχτες βλέπεις εφιάλτες". Δεν είχε κι άδικο! Τώρα απλά ψάχνω να βρω την δύναμη να επιβιώσω μακριά σου... Κάπου θα έχει κρυφτεί...σίγουρα...

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ίσως σε κάποια άλλη ζωή μπορέσω να ζήσω χωρίς εσένα...





Πάντα το ήξερα! 
Εσύ ποτέ δε θα παρακαλούσες, ποτέ δε θα κυνηγούσες και γενικά ποτέ και τίποτα για μένα. 
Δεν ξέρω αν πονάει πια αυτή η διαπίστωση μετά από τόσο καιρό. 

Τώρα καταλαβαίνω ότι εμείς οι δύο θα χωριζόμασταν, γιατί κανείς απ' τους δυο μας δεν έχει καταλάβει την αγάπη του άλλου. Πάντα αμφιβάλλω για την αγάπη σου κι ας το νιώθω ότι αυτή με κρατάει ζωντανή, κι ας βλέπω ότι όσα σκέφτομαι τα καταλαβαίνεις πριν τα πω...  

Όμως, και η δική μου αγάπη δε φαίνεται να σε πείθει αρκετά. Και βέβαια εγώ σκέφτομαι: "Μα πώς είναι δυνατόν; Εγώ τον αγαπάω πιο πολύ απ' τη ζωή μου! Πώς γίνεται να μην το βλέπει;" 

Και είναι κι αυτός ο εγωισμός που θα μας καταπιεί καμιά ώρα. Κι ενώ θέλω τόσο πολύ να σε πάρω τηλέφωνο, να σ' ακούσω, δε θα το κάνω πάλι. Ούτε εσύ θα το κάνεις όμως! Και κάπως έτσι θα κάνουμε να μιλήσουμε πάλι μια βδομάδα, μπορεί και παραπάνω... 

Και φταίω τόσο πολύ που όσα με ενοχλούν τα κρατάω μέσα μου. Γιατί ποτέ δε σε πίεσα να μου πεις τι θες από μένα, γιατί ποτέ δε σου είπα ότι μου τη σπάει που μας πιάνει ο εγωισμός μας και δε μιλάμε! 

Γιατί ποτέ δε σου είπα ότι δε γουστάρω που κάθομαι σαν τον βλάκα και μιλάω μαζί σου τόσο καιρό χωρίς να ξέρω ούτε τι θες, ούτε πόσο καιρό θα μείνουμε έτσι. 

Κι αυτά ξέρεις γιατί; Γιατί το μόνο που με νοιάζει είναι να ξέρω ότι είσαι καλά και γελάς. Κι ας πονάω. Εγώ ξέρω ότι αντέχω. Εσύ όμως; 

Πόσο χρόνο ακόμα θες; Τί με νοιάζει; Αφού όσο χρόνο και να θες εγώ εδώ θα είμαι και θα περιμένω... Πίστεψε κανείς ότι θα μπορούσα να φύγω; Ίσως σε κάποια άλλη ζωή μπορέσω να ζήσω χωρίς εσένα. Ίσως...