Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Γιώργος Σεφέρης-Αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω




“Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο.”
 
“Πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου.”

“Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει.”

“Μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.”

“Αν έχω την τύχη να σου δώσω κάτι που να κρατήσεις μέσα σου από την αληθινή ζωή, αν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις ότι έχουμε κάτι μέσα μας που είναι μεγάλη αμαρτία να το εξευτελίζουμε, θα είναι αρκετό. Κι αυτά όλα που σου γράφω, τόσο ήρεμα τώρα, με κάνουν να συλλογίζομαι πως δεν είναι δυνατό να μην είναι κανείς απάνθρωπος, όταν είναι απάνθρωπη η ζωή.”

“Αισθάνομαι πως τρέχω με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, πως κάποιος, ίσως εσύ, μου φωνάζει “Σταμάτησε. Σταμάτησε”. Ίσως αυτός που μου φωνάζει έχει δίκιο, αλλά αισθάνομαι ακόμη πως, αν σταματήσω απότομα, είναι καταστροφή. Τρελό μου παιδί, όλα αυτά τίποτα δεν ξέρουν να πουν, άμα έρθω κοντά σου ίσως καταλάβεις κάτι περισσότερο….”

“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”

“Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου. Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”

“Κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο.”

“Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου.”

“Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς.”

“Ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη.”

“Όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”

“…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…”

“Είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..”

“Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.”

“Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..”

“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα.”

“Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη-θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεται σήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.”

“Όταν πάει να πάρει κανείς μια μεγάλη απόφαση, ποτέ δε μπορεί να τα δει όλα. Βλέπει έναν κύκλο σαν το μισοφέγγαρο, μισό φωτεινό και μισό σκοτεινό. Πάνω στο φωτεινό μέρος βάζει όλη του τη λογική. Πάνω στο σκοτεινό όλη του την παλικαριά και την πίστη….”

“Πόσα πράγματα που έχω να σου πώ ή να σου δείξω και που δε μ’ άφησε η λαχανιασμένη ζωή μας. Όλα τα πράγματα που λέει κανείς όταν πέσει λίγη μπουνάτσα, όταν ξεδιψάσει λίγο, και είναι σίγουρος πως δε θα χάσει τον άνθρωπό του…”

“…Αν είχα χρήματα, λες. Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα. Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”

“…Χτές πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα απο τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”

“…ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;”

“…σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…”

“Σε συλλογίζομαι. Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις. Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι. Κάποτε βαριά….”

“Αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία.”

“Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν.”

“Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”

“Αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα.”

“Πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ’ αφήνει να σ’ αγαπώ όπως θέλω , δε μ’ αφήνει να ξέρω καν πώς σ’ αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;”

“Θα ήθελα τρείς μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…”

“Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”

“Ρωτιέμαι καμιά φορά πως θα μιλούσες, αν ήσουν κοντά μου. Πόσα λίγα πράγματα μπορεί να φτιάξει η φαντασία. Ρωτιέμαι ακόμη πως θα ήσουν, εσύ, ζωντανή, κοντά μου…”

“Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα-κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.”


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Όσο μπορείς ~ Κ.Π. Καβάφης



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Ιθάκη ~ Κ.Π. Καβάφης



Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Η Πόλις ~ Κ.Π. Καβάφης



Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ανούσιο παραλήρημα



«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...». Αφήνω το βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπαχ στο κρεβάτι. Πλησιάζω στο παράθυρο, το ανοίγω ελάχιστα, όσο για να νιώσω τη φθινοπωρινή ψύχρα της βρετανικής πόλης στα μάγουλά μου. Ανάβω τσιγάρο, η νικοτίνη καίει τον οισοφάγο, αλλά ποιός νοιάζεται; Ξεφυσώ τον καπνό με ευχαρίστηση, παρατηρώντας τους περαστικούς.

Σκέφτομαι πού να ’σαι τώρα, τι καιρό έχει εκεί κάτω. Σε φαντάζομαι να διασχίζεις την πλατεία Συντάγματος βιαστικά. Πάει αρκετός καιρός που δεν έχεις φανεί. Θυμάμαι καλά! Το πρόσωπό σου είχε μια λάμψη όταν με συναντούσες· αυτό ειδικά δεν μπορώ να σου το συγχωρήσω. Διασχίζεις βιαστικά την πλατεία, λογικά θα συναντήσεις τους φίλους σου εκεί στα γνωστά σας λημέρια. Κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι, εξακολουθώ να παρατηρώ τους περαστικούς να μιλάνε για αυτά που πάντα τους απασχολούν. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο και μέσα στο παραλήρημά μου θέλω να τους φωνάξω πως κάπου ανάμεσα σε Ιούνη και Ιούλη, σκοτώθηκε σε τροχαίο η επιθυμία σου για μένα.

Κάνω μια παύση και με το τσιγάρο στο στόμα πασκίζω να ανοίξω ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Έξω έχει πιάσει ψιλή βροχή κι οι περαστικοί ανοίγουν ένας-ένας τις πολύχρωμες ομπρέλες τους. Με το τσιγάρο στο ’να χέρι και το μπουκάλι του κρασιού στο άλλο και με μια μάλλινη κουβέρτα να αγκαλιάζει τους ώμους μου, κάθομαι ξανά στο περβάζι του παραθύρου. Σε φαντάζομαι τώρα να ’σαι με την παρέα σου για καφεδάκι. Ποιός ξέρει, θα ’ναι και το καινούριο σου ‘‘αμόρε’’ εκεί. Θέλω να πιστεύω πως κάθε φορά που την κάνεις να χαμογελά, θυμάσαι το χαμόγελό μου. Θέλω να πιστεύω πως της είναι αδύνατο να ξεκαρδίζεται με τα αστεία σου περισσότερο από μένα. Μα πώς αλλιώς;

Από το μπαλκόνι τινάζω τη στάχτη του τσιγάρου μου. Έχω πιει λίγο παραπάνω, ασυναίσθητα. Το μπουκάλι είναι σχεδόν άδειο· η μορφή σου καθρεφτίζεται στο χνωτισμένο τζάμι, κι εγώ αρχίζω να μετανιώνω για το κρασί που έχω κατεβάσει! Στο κινητό μου ένα μήνυμα παραμένει αδιάβαστο. Κάποιος μου στέλνει φιλιά. Ας πάει παρακάτω. Τα δικά μου φιλιά είναι κλειδωμένα, έχουν διαφορετικό προορισμό. Ο προορισμός τους τώρα θα παίζει χαρτιά και θα καπνίζει ένα πούρο. Ή θα βλέπει την νέα ταινία του Τζέιμς Μποντ με το νέο του κορίτσι. Στον καναπέ του, όπου συνήθως ξαπλώνει τα μεσημέρια κι όπου έχει τόσο ωραία παραδοθεί στο δικό της κορμί. Εκεί θα βλέπουν ξαπλωμένοι την ταινία. Κάπου κάπου της χαρίζει τα φιλιά του...

Αφήνω το μπουκάλι στην άκρη κι ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, το τελευταίο για απόψε. Ξέρεις κάτι; Κάθε τόσο είχα κάτι να σου πω, αλήθεια, όλο αυτό τον καιρό. Κάποια τα σημείωνα σε μικρά χαρτάκια, μετά τα έχανα, κάποια τα σημείωνα στο μυαλό μου, χαμογελούσα, ήταν όμορφα· και αυτά τα έχανα. Σκόνταφτα πάνω σε λέξεις, έσπρωχνα φράσεις να περάσω, κυνηγούσα σελίδες στον άνεμο, σιδέρωνα χαρτιά από το νερό της θάλασσας. Τώρα πια, αμίλητη κοιτάζω τον κόσμο με εκείνο το βαριεστημένο μου βλέμμα, το ‘‘ δε μου γαμιέστε όλοι’’, ας κοιμηθώ, μήπως είμαι τυχερή και δω κανά καλό όνειρο από εκείνα που σου φτιάχνουν τις μέρες και βρίσκεις νοήματα, και νιώθεις εκείνο το μούδιασμα, σαν έρωτας ένα πράγμα. Αυτό!

Ένα κλικ με τα δάχτυλα, ένα χτύπημα στο πάτωμα να ξορκίσει το κακό, σαν ζεϊμπέκικο, από εκείνα που σε πορώνουν, που νιώθεις και την τελευταία τους πενιά σαν νύξη στη ραχοκοκαλιά σου. Όπως και να έχει, άλλη μια μέρα ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια μου χωρίς εγώ να την αξιοποιώ. Μα είναι τόσο εύκολο να ξεγλιστρήσει, όσο εύκολο είναι ένα κύμα να έρχεται εκεί που είσαι, να σε χτυπάει, μετά να επιστρέφει στη θάλασσα, να σε σκορπίζει, εσένα, τις σκέψεις, τις βαλίτσες, το είναι σου, το απ’ αυτό και το παραπέρα. Και μετά να ξυπνάς ναυαγός στις σκέψεις σου, και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να περάσει άλλη μια μέρα, να πας παρακάτω, όχι ότι ξέρεις πού πας, απλά παρακάτω. Ζαλίζομαι απ’ το κρασάκι, από τους ήχους που κάνουν τα αυτοκίνητα σαν διασχίζουν τον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι μου, από τους περαστικούς που περνούν πέρα δώθε. Δεν έχει σημασία να καταστρέφεσαι εσύ και το είναι σου. Σημασία έχει να είσαι υπόδουλος σε ένα φαύλο κύκλο που αχόρταγα, ακόρεστα σε καταβροχθίζει. Τόσο πολύ τον αγαπάς.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Αέρινη φιγούρα



Απόσπασμα από την προσωπική μου συλλογή ‘‘Αέρινη φιγούρα’’.

Βρισκόταν ξανά ολομόναχος ανάμεσα στις καλαμιές. Γύρω ησυχία, μόνο τα μικρά κύματα που έσκαγαν στα ρηχά της αβαθούς λιμνούλας ακουγόντουσαν. Έπιασε απαλό αεράκι κι οι ψηλόλιγνες καλαμιές άρχισαν να λικνίζονται σε ρυθμούς ενός ξέφρενου ‘‘tempo’’. Άλλο ένα απόγευμα τον έβρισκε κρυμμένο ανάμεσα στις καλαμιές. Ο μεγαλοπρεπής ήλιος άρχισε να δύει για τα καλά. Τα άλλοτε καταγάλανα νερά της λιμνούλας απέκτησαν το ίδιο κι απαράλλαχτο χρώμα του χορταριού και μια χρυσαφί λωρίδα απ’ την αντανάκλαση του ήλιου, δεν άργησε να ξεπροβάλει. Ο ουρανός υιοθέτησε το πιο όμορφο κοραλλί χρώμα, τα σύννεφα χρυσαφιά κι αυτά, μοιάζουν με υφασμάτινα βολάν. Μια οικουμενική πανδαισία χρωμάτων. Συνέχισε να κρύβεται ανάμεσα στις καλαμιές, περιμένοντας υπομονετικά την αέρινη φιγούρα. Η νύχτα άπλωσε σαν μαύρο πέπλο, σκεπάζοντας στοργικά το τοπίο. Με την πρώτη λάμψη των μυρίων αστεριών, δεν άργησε να φανεί κι αυτή. Εκστασιασμένος απ’ την ‘‘εξωγήινη’’ ομορφιά της, έμεινε να κοιτάζει την παράξενη οπτασία αποσβολωμένος. ‘‘Θα ’ναι από άλλον πλανήτη’’, σκέφτηκε, κι έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά για να δει καλύτερα, να την χορτάσει το μάτι του όσο περισσότερο γίνεται. Η αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στο άσπρο διαφανές φόρεμά της, την έκαναν να μοιάζει με αερικό, τονίζοντας τη γυναικεία φιγούρα της. Η σκοτεινιά της νύχτας έκανε τα μαύρα μακριά της μαλλιά να φαντάζουν ακόμα πιο μαύρα. Συνέχισε να στέκεται στα ρηχά της αβαθούς λιμνούλας, τα κύματα αγκάλιαζαν τα γυμνά της πόδια. Τόση θλίψη. Θλίψη στα μάτια της, θλίψη στα χείλη της. Θλίψη ακόμα και στο περπάτημά της. ‘‘Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε’’, σκέφτηκε, και συνέχισε να την κοιτάζει. Του είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κάθε που βραδιάζει, το μυστηριώδες αυτό κορίτσι ξεπροβάλει μέσα από τις καλαμιές και κάνει βόλτες στα ρηχά της λίμνης. Απλές βόλτες, τίποτε παραπάνω. Μερικές φορές σιγοτραγουδά έναν θλιμμένο σκοπό ο οποίος πορεύεται με το σφύριγμα που προκαλεί ο αέρας σαν χτυπά αλύπητα τις καλαμιές. Άρχισε, λοιπόν, να σιγοτραγουδά κι απόψε. Δεν ακούγονταν μήτε λόγια, μήτε στίχοι. Μονάχα ένα μελωδικό μουρμουρητό. Η διάφανη φωνή της γαργαλούσε τ’ αυτιά του, σαν άλλη σειρήνα τον είχε εγκλωβίσει στους κόλπους του μυαλού της. Εκεί, να αναρωτιέται τι σκέφτεται, ποιά είναι, από πού προέρχεται. Αφουγκράστηκε ν’ ακούσει καλύτερα. Έκανε ακόμα ένα αργό βήμα πιο μπροστά, έχασε όμως την ισορροπία του πατώντας έτσι μερικά ξερά φύλλα. Η αέρινη φιγούρα ξαφνιάστηκε, σταμάτησε τον μελωδικό σκοπό και γύρισε προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να τον δει ξεκάθαρα, η νύχτα μαύρη σαν πίσσα αγκάλιαζε τα πάντα σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων, κάνοντας την ορατότητα εξαιρετικά δύσκολη. Έμεινε να κοιτάζει μπερδεμένη προς το μέρος του. Ξάφνου, εμφανίστηκε κι αυτός μέσα από τις καλαμιές. Σαν αλαφιασμένη, η αέρινη φιγούρα έκανε να φύγει. ‘‘Στάσου, σε παρακαλώ!’’ αναφώνησε, και συνέχισε ‘‘Ποιά είσαι; Πού μένεις; Πες μου το όνομά σου!’’. Γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε παραξενεμένη. Τα μάτια της λαμπύριζαν σαν φωτεινά άστρα. Με αργά και σταθερά βήματα άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της, λέγοντας ‘‘Άσε με να σε κοιτάξω από κοντά. Μίλησέ μου. Πώς σε λένε;’’. Η αέρινη φιγούρα άρχισε να τρέχει, τα κατάμαυρα μαλλιά της μπερδεύτηκαν με τον άνεμο, το άσπρο διαφανές φόρεμά της χτυπούσε επιτακτικά το χώμα. Κι έτσι χάθηκε, όπως χάνεται κάθε πανέμορφη όαση στη μέση της ερήμου όταν εμφανίζεται η πραγματικότητα...

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Αλκυόνη Παπαδάκη (αποσπάσματα)



“Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.” Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.



“Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.” 


“«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»” 


 “Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ' όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.” 


“Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε…
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες…
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν… Αν…
Αν ήταν όλα… αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;” 



“Κάνει τόση παγωνιά. Κι αυτή η ψυχή μου,τι μανία. Να θέλει να ρίχνει τα όνειρά της στη φωτιά για να ζεσταθεί.”  


“Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...”


“Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.”  


Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα τι χρώμα έχει η λύπη;
Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
Τι χρώμα έχει η χαρά;
Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
Και η μοναξιά;
Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
Έτσι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ’ αστέρι...
Κοίταξε μακριά στο κενό... και δάκρυσε...



Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει. -Τι ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις; Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό. Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι άλλα.


Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ'αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. Ομως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει την έξοδο κινδύνου από τα όνειρα σου. Τότε σώζεσαι.Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτε δεν είναι στη ζωή το παν! Εχει και παρακάτω, έχει και άλλο. Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου! Οταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Οσο χάνεις, τόσο κολλάς. Εχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή. Ανήκει στα σκληρά ναρκωτικά. Αν εθιστείς, μάλλον τελείωσες. Εκτός αν  πετύχεις στις καλές του το Θεό. Συμβαίνει. Εγώ τα είχα βρει μια
χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα. Πήγαινα ως εκεί που μ'έπαιρνε. Για να χαίρομαι. Κι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δε μ'έπαιρνε. Για να μαθαίνω.
 



 Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν. Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα... Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου. - Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα.



Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μα όπως κάθομαι τις νύχτες στην αυλή μου και κοιτάζω τ' αστέρια, σκέφτομαι και μερικά πράματα. Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να' σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θερία. Και λέω πως με τα θεριά, είναι καλύτερα. Στο κάτω κάτω, αυτά τα ξέρεις. Είναι θερία, λες. Και φυλάγεσαι. Τους ανθρώπους όμως; Μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου, σε κατασπάραξε. Πάει. Τους ανθρώπους εγώ τους τρέμω. Τους ομοίούς μου. Που μιλούνε, που χαϊδεύουνε, που χιχιρίζουνε, που χαιρετούνε. Αλίμονο απ' αυτούς, Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο.


Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της. Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς. Ήταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού. Ήταν ο αναστεναγμός απο τον ζεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν. Ήταν οι κόμποι απο το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν. Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας. Ήταν όλα αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Και προς τι; 


Τι φταις αλήθεια. Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς". Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ". Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς". Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ". Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί". Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!" Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς. Τι φταις!


 Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους. Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν. Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν. Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται. Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
Ολότελα. Για πάντα. Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία. Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή. Έτσι για να μπορούνε δηλαδή, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά.
 



 «Άσχετο, αλλά: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους. Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων. Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους. Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή. Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους. Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα. Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι. Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.» «Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»


Ήταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.
Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους.
Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης.

Το πάθος μιλάει με την αφή. Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά.
Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή.
Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα.
Σκαλίζει… κι ονειρεύεται…Τα μικρά ξεφωνητά το πάθους τους τα ‘παιρνε το αεράκι και τα ‘παιζε ανάμεσα στις καλαμιές. Τα κάρφωνε σαν πολύχρωμες χάντρες στα κιτρινισμένα φύλλα. Τα ‘δενε δαχτυλίδια και τα φορούσε στα χλωρά καλάμια. Στα κορμιά τους έκανε αυλάκι ο ιδρώτας κι έτρεχε.

Και γύρω από το αυλάκι άνθιζαν όλα μαζί τ’ αγριολούλουδα της ασφοδελιών. Πέρα στα σκίνα, δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια ζευγάρωναν πάνω στον ώμο της νύχτας και της άφηναν κόκκινα σημάδια στο λαιμό. Δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια… γλιστρούσαν στα υγρά κορμιά τους και ερωτεύονταν. Μέσα στη σιωπή. Μέσα στο σκότος. Μέσα σε μια φοβερή λαβα, που έσταζε από τα γένια του θεού. Κανείς δεν είχε προσέξει πως στο ρέμα είχαν ανθίσει τα νερόκρινα. Κανείς δεν είχα προσέξει πως τα σκίνα είχαν γεμίσει όνειρα και φίδια. Κανείς δεν είχε προσέξει πως ένα ασφοδέλι ήξερε όλα τα μυστικά του ερώτα…


Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο. Nα μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος. Ή δίνεις από την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό. Ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.



 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ένας λόγος για το καλοκαίρι ~ Γ. Σεφέρης


Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι  
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας 
μένει γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, 
γυρίσαμε στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι στις κάμαρες 
στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν 
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.  
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, 
μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
 
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου  
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα την παντοτινή 
για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·  αγάπησα
κάποιους ανθρώπους άγνωστους, απαντημένους ξαφνικά 
στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι
βουλιαγμένης αρμάδας,  σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.  

Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, 
αυτές τις κολόνες· κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά
κοντά σε βούρλα και σε καλάμια νησιά  
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει ο κουπολάτης, 
κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα που ξετυλίγω 
και τυλίγω στα δάχτυλά μου σαν είμαι κουρασμένος 
— δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
 
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι  
και τα χέρια σου αγγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, 
τα πρώτα μάτια του κόσμου, 
κι οι θαλασσινές σπηλιές· πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.  
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος 
το καλοκαίρι λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου 
 λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
 
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα 
δεν τα καταλαβαίνω, μιμούνται κάποτε το θάνατο 
κι έπειτα ξανά φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη, ανέλπιδη, σφιγμένη 
ανάμεσα σε δυο ρυτίδες, σε δυο τραπεζάκια καφενείου 
κηλιδωμένα σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο 
λιγοστεύουν, κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
  
Περπατήσαμε μαζί, μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού  
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας  
πήραμε τα καράβια, ξενιτευτήκαμε, γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν  
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.  
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα, 
φόρεσαν τις γυμνές άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, 
κι οι σύντροφοι σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω. 

Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος, ατέλειωτος  
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο  
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό 
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής  
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω 
και με κυβερνά· τα χέρια σου αγγίζοντας το ελεύθερο κύμα.

Ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη

 

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

V

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

 

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

 

Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…
Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…
Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ του κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια
Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ᾔρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…
Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…
Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…

 
 

Ὁ ἐπίλογος

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν, χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.



Καντάτα

Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.


Ἐκμυστήρευση

Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.

(ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ χειρόγραφά του φθινοπώρου (1990)



Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο

Συνέβη χωρὶς ποτὲ νὰ καταλάβω πῶς — ἡ μητέρα εἶχε πονοκέφαλο,
θυμᾶμαι, καὶ μ᾿ ἔστειλαν στὸ φαρμακεῖο,
στὸ γυρισμό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα ἕναν γέρο,
τρόμαξα μὲ μιὰ πέτρα δύο πουλιὰ
κι ὥσπου νὰ στρίψω πάλι τὸ δρόμο
οὔτε σπίτι, οὔτε νεότητα πιά.

(Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο (Coming home from the Pharmacy), ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 302)



Τὸ δεῖπνο

Ἄντρες μὲ μακριὲς λόγχες κρατοῦσαν ἀκόμα καὶ τὴν ἀναπνοὴ μᾶς μακριὰ ἀπ᾿ τὸ στρωμένο τραπέζι. Μὰ ἐκεῖνον, ποὺ τόλμησε καὶ προχώρησε, τὸν κάρφωσαν καὶ τὸν σήκωσαν ψηλά,
πάνω ἀπ᾿ ὅλους τους συνδαιτυμόνες.

(Τὸ δεῖπνο, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 35)




Ταξίδι

Στὴ Λοῦλα, ποὺ δὲ θὰ τὸ διαβάσει

Ζοῦσε τὴν τελευταία του ὥρα. Στὸ σταθμό, νύχτα, περίμενε τὸ τρένο, ποὺ θὰ ᾿πέφτε μπροστά του νὰ τελειώνει. Ἄξαφνα, ἀπὸ μιὰ παλιὰ ξεχασμένη παρόρμηση ἀνέβηκε στὴ γραμμὴ νὰ περπατήσει, ὅπως ἄλλοτε, ποὺ ἦταν ἕνα αἰώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ ἔκπληξη, εἶδε τὴ μικρὴ πεθαμένη ἐξαδέλφη νὰ περπατάει στὴν ἄλλη γραμμή, ἀπλώνοντας τοῦ τὸ χέρι, γιὰ νὰ κρατηθοῦν, πιὸ στέρεα, πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο.
Περπάτησαν ὥρα, χαμογελώντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, κι ὅταν πέρασε τυφλὸ τὸ τρένο, βουίζοντας, τὰ δύο παιδιὰ χειροπιασμένα συνέχιζαν νὰ προχωρᾶνε πάνω στὶς ρᾶγες,
ἐνῷ τὸ πτῶμα ἑνὸς ἄντρα κείτονταν πιὸ ἐκεῖ.

(Ταξίδι, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 34)



Περιπέτεια

Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες, ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.

(Περιπέτεια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 30)




Γυμνὰ χέρια

Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο, ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.

(Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80)


Περιμένοντας τὸ βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μᾶς – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση
Ά, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.





Ὁ μουσικὸς

Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα», ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.

(Ὁ μουσικός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40)




Βιβλικὸ τοπίο Β´

Βάρβαρες φυλὲς μὲ μεγάλα πέλματα ἀνασκαψαν τὴν πατρικὴ γῆ καὶ μόνο ἕνα χάνι ἐρειπωμένο ἔστεκε ἀκόμα πλάι στὸ δρόμο, ὅπου ἄφηναν τὶς ψεῖρες τοὺς οἱ περαστικοί, σὰν τὸν ποιητὴ στὸ ἔλεος ὅλου του κόσμου.

(Βιβλικὸ τοπίο Β᾿, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 28)




Συμφωνία ἄρ. 1

Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.
Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!
Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…
…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…
Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.
Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.
Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.
…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.
Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…
Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.
Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…
Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
[Ἀπόσπασματα]






Μυστικὴ πύλη

Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἔμενα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.

(Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 21)



Ποῦ εἶσαι

Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε
«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;




Ἀλλὰ τὰ βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα
Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα
Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!
Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου




Ἐνοχὴ

Τὸ ζητοῦσαν, λοιπόν, σὲ τί εἶχα φταίξει, ἔμενα τὸ μόνο μου ἔγκλημα ἦταν ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, ποῦ νὰ βρεῖς καιρό, ἔτσι ἔμεινα εὔπιστος κι ἀγκάλιαζα τὸ κρύο σίδερο τῆς γέφυρας. Ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βάθος, μακριά, μὲ κοίταζε σὰν ξένο ἡ πιὸ δική μου ζωή.

(Ἐνοχή, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 25)






Χωρὶς ἐπάγγελμα

Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
ὅπως οἱ ἥρωες.

(Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24)





Ἀλκοολισμὸς

Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τους τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν, στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα, κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστῆ, ἀφήνοντας μὲ ἔξω.
Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.

(Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 19)





Ἐπίλογος (Φυσάει)

Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.
Ποῦ νὰ πάω
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν
Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.
Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι
Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου




Ἡ ἕκτη ἡμέρα

Ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας, ἡ μητέρα εἶχε ντυθεῖ στὰ μαῦρα, φοροῦσε καὶ τὸ καλὸ καπέλο της μὲ τὸ βέλο, «δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεὸς» εἶπε, στὸ βάθος χλωμοὶ ἄντρες στήναν τὴ μεγάλη σκηνὴ τοῦ τσίρκου, «γύρισε σπίτι, εἶναι ἀργά», «ποιὸ σπίτι;» εἶπα κι ἀγκάλιασα τὸ φανάρι τοῦ δρόμου, ἡ μικρὴ ξαδέλφη ὅπου νὰ ᾿ναὶ θὰ πέθαινε, τὴν ἔσπρωξα πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, «σ᾿ ἀγαπάω» ἔλεγε, μὰ ἐγὼ τὴν ἔγδυνα κιόλας σὰν πόρνη — κι ὅταν τὴ θάψαμε, ἐγὼ ἔμεινα γιὰ πάντα ἐκεῖ, πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, μισοφαγωμένος ἀπ᾿ τὰ ποντίκια, κι ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας,
οἱ τροχαλίες γρύλιζαν καθὼς ἀνέβαζαν τὸ πρῶτο ρολόι στὴ στέγη τοῦ σταθμοῦ,
κάθισα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, τόσο θλιμμένος, ποὺ οἱ τυφλοὶ μ᾿ ἔβλεπαν.

(Ἡ ἕκτη ἡμέρα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 20)




Σὲ μιὰ γυναῖκα

Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις περπατοῦσα πάνω στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
«Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ, ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες.

(Σὲ μιὰ γυναῖκα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 331)



Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος

«Ἦρθα», ἔλεγες πάντα μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν σὲ περίμενε κανείς.
Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

(Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 310)



Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος

Νύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα—
ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους.

(Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 313)



Ὁ ἑπόμενος

Τὰ παιδιὰ κοιμόντουσαν ὠχρά, δαγκωμένα ἀπ᾿ τὰ γαβγίσματα τοῦ ταξιδιοῦ, τὰ χωράφια ἦταν ξέσκεπα καὶ ἡ μέρα τόσο γαλάζια, ὁ ὁδοστρωτῆρας ἀγκομαχοῦσε τυραννισμένος ἀπ᾿ τὶς μῦγες, στὶς ἄγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ὁ Θεὸς κι ἡ πεθαμένη ὑπηρέτρια, ποὺ ἀκούγοντας ἕνα περαστικὸ κουδοῦνι σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸν τάφο τῆς ν᾿ ἀνοίξει. Καὶ εἶδα ὅτι εἶχα φτάσει σὲ ἀκτὲς οὐράνιες, ναυαγισμένος μέσα στὰ παπούτσια μου. Τώρα, κάθε φορᾷ ποὺ θὰ δῶ μιὰ σκάλα κάθομαι χάμω καὶ κλαίω, γιατί ξέρω πὼς δὲ θὰ ξαναβρεθῶ — κι ἕραβα τὶς πληγές μου γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ θησαυρὸς ποὺ μοῦ ἐμπιστεύτηκαν, γιὰ νὰ γεννήσω ἕναν ἀκόμα στεναγμό, γιὰ νὰ μὲ συχωρέσει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσέλγησε πάνω μου, μὴν ξέροντας πῶς αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμή μου, σὰν τὶς μηλιὲς ποὺ ἀνθίζουν ὅταν ἀκούσουν τὸ λάλημα τοῦ τρελοῦ. Ὅταν τέλος ἀποφάσισα νὰ παραδοθῶ, ἔφερα μεγάλες ἀγκαλιὲς ἄχυρο καὶ σκέπασα τὰ ἴχνη μου, γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἐρχόταν πίσω.

(Ὁ ἑπόμενος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 16)


Ἐρήμωση

Ὅσο θυμᾶμαι τὴ ζωή μου, δὲν εἶχα τίποτα δικό μου, ἔξω ἀπ᾿ τὸ φόβο, κι ἕνα τουφέκι, πού, νύχτα, μὲ σημάδεψαν μ᾿ αὐτό. Σιωπή. Οἱ νεκροὶ ἂς μᾶς συχωρέσουν.

(Ἐρήμωση, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 46)




Ἔρημος σταθμὸς

Μόλις πέθανα, βγῆκα ἀπ᾿ τὸ μεγάλο καθρέφτη τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, τὸ σούρουπο εἶχε μιὰ παράφορη οἰκειότητα, ἡ Τερέζα ἔλεγε τὸ παλιὸ τραγοῦδι τῶν ἀλλοπαρμένων σταθμῶν ποὺ ἀκολούθουσαν τὰ τρένα, κι ἐγὼ δὲν εἶχα ποῦ νὰ πάω κι ἀποκοιμήθηκα στὰ χέρια τῶν τυφλῶν, ποὺ ἐντούτοις ἀναβαν τὴ λάμπα, ἦταν σκοτεινὴ ἐποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλὰ πάνω στὶς γέφυρες, τραυματιοφορεῖς τρέχανε καὶ πάνω στὰ φορεῖα κείτονταν μεγάλοι στεναγμοὶ ἀπὸ παλιὲς ἐξεγέρσεις,
ὅταν τέλος ἔφτασα στὸ σταθμό, εἶχαν ὅλοι φύγει, ἤμουν τόσο φοβισμένος ποὺ ἂν μ᾿ ἄγγιζες θὰ ράγιζα, ἀφήνοντας νὰ φάνει ὁ θεός, στὸ ἀπάνω πάτωμα ἔμεναν οἱ Φ. κι ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἡσυχία, γιατί ἡ μεγάλη κυρία εἶχε πυρετὸ κι ἡ μητέρα ποὺ τὴν ὑπηρετοῦσε εἶχε μάθει νὰ πετάει, γιὰ νὰ μὴν τῆς λερώνει τὸ χαλί, φέρανε, μάλιστα, καὶ τὸν ἐπιστάτη νὰ καταθέσει, ἀλλὰ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀπόδειξη, γιατί τὸ παλιὸ σχολικὸ κουδοῦνι ἦταν πιὸ μακριὰ κι ἀπ᾿ τοὺς νεκροὺς κι ὁ ἅμαξας τῶν παιδικῶν καιρῶν ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόρτα μάταια χτυποῦσε ἀπελπισμένα τὰ τέσσερα μαρμαρωμένα ἄλογα.

(Ἔρημος σταθμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 15)




Ἐξόφληση

Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες. Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τοὺς εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου. Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω. Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά. Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τους δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.

(ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14)


Ἐνέδρα

Βασίλευε ὁ ἥλιος πίσω ἀπ᾿ τοὺς στρατῶνες, οἱ ζητιάνοι ψάχνανε γιὰ λίγο νερό, μὰ ὅλα τα λαγήνια ἦταν ἀναποδογυρισμένα στὴν πόλη Κανά, οἱ γυναῖκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στὸ κίτρινο σούρουπο, ἐγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στὸ λόφο τὸ κρασί μου μὲ λῃστὲς καὶ ψευδομάρτυρες, ἐνῷ ὁ σταυρὸς δάγκωνε κιόλας τὴν ἄκρη τοῦ παλτοῦ μου.
Ποιὸν ν᾿ ἀγαπήσω; Σὲ ποιὸν νὰ ἐξομολογηθῶ; Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι μ᾿ ἄκουσε νὰ παραπονιέμαι, ἤπια ὅλο τὸ βοῦρκο στὸν ὑπόνομο ποὺ μ᾿ ἔριξαν, τ᾿ ἄντερά μου ἔγιναν οἱ δρόμοι ποὺ κυλᾶνε ἁμάξια θριάμβου, ἔβγαλα τὰ φτερά μου καὶ τὰ κάρφωσα στὴ γριά, ποὺ τὴ θάβαν ὁλομόναχη μ᾿ ἕνα σπουργίτι στὸ γειτονικὸ δέντρο, μὲ μιὰ παλιὰ κασετίνα γεμάτη στάχτη — θυμηθεῖτε μὲ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα.
Ἐργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στὸ τζάκι, ἦταν φθινόπωρο κι εἶχαν ἐρημώσει τὰ χωράφια, ἄκουγα τὸ βῆμα τῶν καραγωγέων καταβροχθίζοντας τὸν κλεμμένο σανό.
Τότε εἶδα τὸ μεγάλο ἰκρίωμα, ὅπου ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβῶ, ἄγνωστο ἂν θὰ στεφθῶ βασιλιὰς ἢ θὰ κυλήσω στὸ καλάθι τῶν ἀποκεφαλισμένων.

(ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 13)