Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Χαμένα χρόνια ~ Τίτος Πατρίκιος



Όλοι μας έχουμε χαμένα χρόνια.
Αλλοτε τρία, άλλοτε επτά, άλλο­τε παραπάνω.
Όμως τα είκοσι κλείνουν ωραίο κύκλο.
Μπορούνε γύρω του να νοσταλ­γούνε,
χωρίς τον πανικό που φέρνουν τα χαμένα χρόνια μιας ολόκληρης ζωής.

Κι έπειτα τι θα σήμαινε να ‘χα κερδίσει είκοσι χρόνια,
που μετακινούνται κάθε που κοι­τάζω προς τα πίσω.
Αδιάκοπη πρόοδο βάσει σχεδίου,
συνεχή παραγωγή, ανεβασμένη απόδοση,
αναγνώριση στην ώρα της και α­νάλογες τιμές;
ανάλογες είκοσι χρόνια ανώφελα, χαμένα,
που μόνο αυτά πρόσφεραν ευ­καιρίες για ονειρικές ζωές,
γεμάτες δυνατότητες που δεν πραγματώνονταν ποτέ.

Για απολαύσεις από την ταύτιση,
με πρόσωπα που δεν επρόκειτο να γίνουν,
για τέρψεις και ενοχές, απ’ την αέναη τροποποίηση των στόχων.
Για ανεπιφύλακτες αποδοχές.
Για έντρομες απορρίψεις.
Είκοσι χαμένα χρόνια πάντα χρειάζονται για ένα φιλόδοξο παρόν.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η μοναξιά είναι από χώμα ~ Μάρω Βαμβουνάκη

 

Πρόκειται για δεκαοχτώ ανεπίδοτες επιστολές ενός άντρα προς τη γυναίκα που χώρισε. Αυτοεξόριστος σ’ ένα νησί και διασχίζοντας την τυραννική έρημο της απώλειας και της απόγνωσης, κερδίζει τη λυτρωτική γνώση που θα τον γαληνέψει, επιτέλους… ‘Η μοναξιά είναι από χώμα’ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 1988.

 

Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα. Όμως μέσα σ’ αυτό το λίγο σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε. Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.

Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω. Για μια τέτοια κίνηση!

Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου! Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ’ έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ’ την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.

Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.
Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο “τώρα” που επιτέλους ακινητούσε της ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα. Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα.
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείκτες του ρολογιού μ’ έρριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα.

Εκείνο το εξαίσιο “τώρα” του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω…
Αυτή η ελπίδα με σώζει απ’ την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί να ‘σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες.
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.
—————————————————————————————


Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.
Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο “τώρα” που επιτέλους ακινητούσε τις ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα.
Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα. Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα. Εκείνο το εξαίσιο “τώρα” του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω…

Αυτή η ελπίδα με σώζει απ’ την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί και να σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες. Η πρόγευση σου μου άναψε φωτιές.
Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι τα θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δεν μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα. Τι να σου λέω αγάπη μου και τι να σου εξηγήσω τώρα.

Τουλάχιστον μέσα απ’ τα πάθη μου κερδίζω τη σοφία του πως ελάχιστα ξέρω. Πως τίποτα δεν ξέρω. Φαίνεται πως ο πόνος είναι η μοναδική πύλη που μας περνά σ’ αυτή την απελπισμένη και μαζί ελπιδοφόρα γνώση που μας ταπεινώνει, που μας γαληνεύει, που χύνει λαδάκι στις πληγές μας.
“Το πάθος είναι πια σπουδαίο απ’ τα θαύμα”, σου διάβαζα από ένα παλιό βιβλίο κάποτε την ώρα που εσύ έβγαζες τα φρύδια σου μπροστά σ’ έναν μεγεθυντικά καθρεφτάκι.

Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση. Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στα παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς που από έπαρση είμαστε χτισμένοι. Πώς να την πετύχουμε, πες μου. Δεν πετυχαίνεται εύκολα γι’ αυτό υποφέρουμε κι απ’ τον πολύ τον πόνο κι απ’ την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρηση μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς κι αρχίζει λίγο-λίγο να φέγγει.
—————————————————————————————


Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.

Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς. Φτάνει να το θές.

Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ. Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι.
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.
Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελλώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.

Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος.
Η αγάπη δεν είναι κατα περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων, δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.

Στην αναμέτρηση ανάμεσα σε σένα και μένα αναμετρήθηκε ο εγωϊσμός μου με το σύμπαν. Αρχίζω να το αναγνωρίζω ύστερα από τόσες μάχες και τόσους τραυματισμούς πως η δόξα του πολέμου είναι η συμφιλίωση κι η δόξα του νικητή η υποταγή. Η ευγενική υποταγή όπως του βράχου που από σθένους περίσσια σκύβει και πλένει με θάλασσα τα πόδια της στεριάς.
Όχι καλή μου αγάπη, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό. Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε, τα πράγματα μεταλλάσσονται κι εγώ τώρα μεταλλάσσω τον απάνθρωπο έρωτά μου, σε αγάπη φιλάνθρωπη.

Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.

Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
—————————————————————————————-


Τι να σου λέω αγάπη μου και τι να σου εξηγήσω τώρα…
Τουλάχιστον μέσα απ’ τα πάθη μου κερδίζω τη σοφία του ‘πως ελάχιστα ξέρω’.
Πως τίποτα δεν ξέρω.
Φαίνεται πως ο πόνος είναι η μοναδική πύλη που μας περνά σ’ αυτή την απελπισμένη και μαζί ελπιδοφόρα γνώση που μας ταπεινώνει, που μας γαληνεύει, που χύνει λαδάκι στις πληγές μας.
Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση… Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στα παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς που από έπαρση είμαστε χτισμένοι; Πώς να την πετύχουμε, πες μου;
————————————————————————————-


Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου, για να κυλιστώ στην ανάσα σου, στο γέλιο σου, μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.
Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη.

Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω, να την ανακουφίσω…
Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως, ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα. Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα. ‘Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα. Και μετά το ‘βλεπα!

Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο.
Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό. Εσύ δεν είχες ρεζέρβα. Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου. Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις…

Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει… Ο,τι κι αν σου πω, δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι.
Το απέραντο είναι άπιαστο,απερίγραπτο,ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.

Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω… Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί,όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι. ‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου; Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα. Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες…

Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει. Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται. Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος… Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.

Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά.
Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς… Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα, όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο, αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν. Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο. Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…

Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες,τα λεπτά,τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει,να σε συλλάβει,να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα…

Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία
μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι, το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα…

Ο καιρός καλεί δεν καλείται. Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας…
Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του…
Νιώθω φορτωμένος, ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο.
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”,
γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;

Να σου λέω “σ’αγαπώ”, γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου, πρωτοφανές, άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες, απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου, όλης της φρόνησης, υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω.

Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη: Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου…
Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου…
Σου γράφω γιατί σε ποθώ,όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο.
‘Οχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο, αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου, για να κυλιστώ στην ανάσα σου,στο γέλιο σου, μέσα στις σιωπές σου.
Βαθιά στο λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη.

Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ…
Σε ήθελα τόσο που προσπάθησα να βρω κι άλλη. Για αντιπερισπασμό στην αβάσταχτη λαχτάρα μου για σένα,να τη μειώσω,να την ανακουφίσω… Πιο πολύ για να περιορίσω τη φοβερή ανασφάλεια πως, ίσως μ’ αφήσεις και να μετριάσω τον όλεθρο του πιθανού χωρισμού μας με μια ρεζέρβα. Από ανασφάλεια.’Οπως από παιδί που κουβαλούσα στην σάκα μου ένα σωρό όμοια στυλό από κάποιον αόριστο πανικό μην τελειώσουν και ξεμείνω στο διαγώνισμα.

‘Ετσι και τώρα ήθελα να μαζέψω πλήθος γυναίκες άλλες, από πανικό μην ξεμείνω από σένα. Και μετά το ‘βλεπα! Είναι μες στις συμφορές του έρωτα να σου εξατομικεύει τον άλλον σε βαθμό παράλογο. Εσύ λοιπόν δεν είχες όμοιό σου όπως τα στυλό. Εσύ δεν είχες ρεζέρβα. Κι απελπιζόμουνα από τον τρόμο μου.

Ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσεις τον τρόμο είναι ίσως ν’ αφεθείς στα νύχια του.
Δεν ξέρω δηλαδή κι αν έχεις άλλη επιλογή ν’ ακολουθήσεις… Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει… ‘Ο,τι κι αν σου πω,δε θα μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο. Για μια τέτοια κίνηση,κάποιες ώρες,ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω…

Οι ήχοι του έρωτα είναι οι ψιθυρισμοί, όσο χαμηλότεροι τόσο πλησιέστεροι.
‘Ετσι άραγε οδηγούμαστε και στη σιωπή, που λένε πως είναι ο οίκος του απόλυτου;
Τις νύχτες και τους ύπνους σου πίσω απ’ τα κλειστά σου βλέφαρα τους μίσησα. Με σφαλιχτά τα μάτια,προφυλαγμένη,μπορούσες να ξεγλιστράς εκεί που δεν μπορούσα να σε παρακολουθήσω και με πρόδιδες… Κι έχει συννεφιά βαριά κι ετοιμάζεται πάλι να βρέξει. Καταλαβαίνω τώρα τους Κινέζους που αφιερώνουν μια ζωή στο να μάθουν να ζωγραφίζουν μια σταγόνα βροχής ή μια πευκοβελόνα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φαίνεται.Δε σου ανοίγεται αλλιώς ο κόσμος… Και μόνο για τη θάλασσα δεν κρατιέμαι να μη σου πω, πως σήμερα έχει το χρώμα του λιωμένου μέταλλου.

Πυκνή,παχύρρευστη,με μια μεταλλική δύναμη στα έγκατά της που την αναδεύει αργά. Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω της, χωρίς να βυθιστείς… Και στα σύννεφα,παιδί, έψαχνα να βρω γνώριμα σχήματα, όμως στα σύννεφα τα σχήματα διατηρούνται λίγο, αλλάζουν συνέχεια,με μπερδεύουν. Το σχήμα του βράχου είναι ακλόνητο. Λαχταρώ το ακλόνητο τώρα, όπως ο ναυαγός τη σανίδα στο αναστατωμένο πέλαγο που τον απειλεί…

Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι,με τους δείχτες του ρολογιού μ’ έριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδη κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει
και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό “τώρα” του έρωτα… Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές.Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο.

Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών. Δεν έχω πια άλλο σκοπό στη ζωή μου παρά να ξαναζήσω εκείνο το αόριστο κάτι, το θελκτικό και παντοδύναμο που ζάλισε τη ζωή μου και δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ με τίποτα… Ο καιρός καλεί δεν καλείται. Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας… Στο χάδι σου το αίμα μου θυμήθηκε την αιτία και τον προορισμό του… Νιώθω φορτωμένος,ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο. Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω “σ’ αγαπώ”, γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;

Να σου λέω “σ’αγαπώ”,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου, πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι… Ζαλίζομαι πάλι,ξεχνώ όλα τ’ άλλα,τις αποφάσεις μου όλες, απλώνω τα χέρια μου και σε πείσμα όλης της λογικής του κόσμου όλης της φρόνησης, υπνωτισμένος απ’ τη γιγαντοαφίσα σου ορμώ να σε χαϊδέψω. Σε πείσμα όλων σε θέλω σα μανιακός και με κυριεύει η παλιά λαχτάρα η πιο επιτακτική κι η πιο επίφοβη:

Καλύτερα χίλιες φορές καλύτερα να απωλεσθώ κοντά σου παρά να σωθώ μακριά σου… Ο πιο μοναχικός δρόμος είναι αυτός που με παίρνει μακριά σου… Το ΠΑΘΟΣ που το σώμα σου και το σώμα μου ύφαναν σφιχτά έκανε καλά τη δουλειά του. Με ηδονή και οδύνη μ’ έκαψε,μ’ έλιωσε και μ’ έχυσε σε καλούπι νέο.Μετά από σένα έχω γίνει άλλος…

Θέλω να κλάψω,θέλω να γυρίσω πίσω,θέλω να σε ξαναβρώ. Είμαι πιο αδύναμος απ’ αυτό το πούπουλο του κλέφτη, που πετάει στον άνεμο. Πούπουλο είμαι κι εγώ με άνεμο, τη δικιά σου ανάσα. Είμαι αδύναμος σαν ερωτευμένος. Είμαι μόνιμο εξάρτημα της ανάγκης για σένα… Οι στόχοι που διάλεξα υποχωρούν νικημένοι απ’ τον στόχο που με διάλεξε. Εσύ είσαι ο στόχος που με διάλεξε,η αναπότρεπτη μοίρα μου,η άγρυπνη ματιά στου μυαλού μου το θόλο…

Να σ’ αγγίξω, να σε πιάσω, να σε μυρίσω. Να μπω στο κρεβάτι σου και στα ζεστά σου σεντόνια,στο κορμί σου που πιάνεται,στο φιλί σου που τρώγεται,στον σπασμό σου που ξεσκίζει τις ιδεοληψίες και τις αράχνες τους… Μια νύχτα μαζί σου πυκνή όσο ο σπόρος του παγκόσμιου μια ώρα πριν τη γένεσή του. Μια νύχτα μαζί σου αστραφτερή σαν αστραπή του Ολύμπου. Μια νύχτα μαζί σου ηδονική σαν τη πτώση απ’ του Παράδεισου το ξέφωτο στην εξορία του Αδάμ που δεν τελειώνει… Για μια νύχτα όλα τα παραπετώ,τα καταπατώ,τα περιφρονώ και τα μισώ γιατί είναι μονάχα εμπόδια στην ακράτητη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω. Βιάζομαι να σε ξαναβρώ όπως το έμβρυο βιάζεται άμα ξεκινήσουν οι ωδίνες να εξωθηθεί απ’ τη μήτρα.

Βιάζομαι να βγω στο φως,φως μου…‘Οχι λοιπόν δεν γίνεται να τελειώσεις εσύ για μένα,εγώ θα τελειώσω για σένα και πάνω σου. Σαν ηλεκτρικός λαμπτήρας που θα λάμψει όλη του τη λάμψη και θα καεί. Αυτός είναι ο ρόλος μου στο σχέδιο του κόσμου,ο μόνος,γι’ αυτό τον αποζητώ έτσι επιτακτικά… Για μια νύχτα μαζί σου όλα μου τα φουκαριάρικα κατορθώματα εδώ ευχαρίστως τα θυσιάζω.Υπομονές, πρακτικές, προσευχές, ασκητικές, ησυχασμούς, εγκράτειες, ανακαλύψεις και αποκαλύψεις, τα βράζω. Χειροπιαστός είναι ο κόσμος μάτια μου.

Χειροπιαστός σαν το γλυκό σου δέρμα και κανείς δε στέκεται πάνω σε νεφέλες,κανείς δεν περπατά πάνω σε νερά… Κι αν πάλι δε συμφωνήσεις μ’ όλα τούτα,θα πέσω και θα σε ικετέψω, για μια νύχτα άφησέ με να σ’ αποκτήσω ξανά,να ενωθώ μαζί σου κι ύστερα άλλο τίποτα δε θα ζητήσω…

Μια νύχτα έρωτα κι ύστερα ας χαθώ στη σκοτεινιά του τίποτα,του χωρίς εσένα.
Θ’ αναπαυθώ εν ειρήνη μια κι όλα θα τ’ αποκτήσω και θα τα ζήσω σε μια νύχτα… Σ’ αγαπω κι αγαπώντας σε, σε περιέχω,σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι… Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους….

 

 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Δεύτερη φύση ~ Οδυσσέας Ελύτης

                                   
                                     Ι

Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε
Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!

                                    II

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του

Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.


                                   III

                            Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον Έρωτα, έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί,
Γυναίκα.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά ~ Οδυσσέας Ελύτης



Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου

φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα
- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Νυχτερινός επισκέπτης ~ Τάσος Λειβαδίτης (αποσπάσματα)

 

Γυμνά Χέρια

 

Κανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρυπνίες συντήρησα τη ζωή μου, γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη. Φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια και συχνά αναρωτιόμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω. Μα ήξερα πως ήταν κι οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα, όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο, ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.

Ταξίδι

 

Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο. Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες, ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

Μυστική Πύλη

 

Φτερούγες σάλευαν κάτω απ’ τα έπιπλα, και στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης έκανε τα παιδιά ν’ αρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν, η μητέρα έκλαιγε και με παρακαλούσε να κατέβω, μα έμενα ήταν η μοίρα μου να περπατάω στο ταβάνι, μια μάχη δική μου, μητέρα, όπου πάντα ο νεκρός ήμουν εγώ. Γι’ αυτό ήξερα και των ουρανών τη μυστική υπόγεια πύλη.

Εξόφληση

 

Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε ανάμεσα σε παλιά ερμάρια, οι αμαξάδες βλαστημούσαν καθώς παίρνανε τη στροφή, αργά, λυγισμένοι απ’ τη σκόνη κι η κοιλιά μου σκουλήκιαζε από αναρίθμητες πείνες. Στο υπόγειο ονειρευόταν το ραχητικό παιδί, εγώ πίστευα στους πλανόδιους οργανοπαίχτες, που η δυστυχία τους είναι πιο ουράνια κι απ’ τους ουρανούς, πλαγιάζοντας με γυναίκες κωφάλαλες, για να μη χάσω ούτ’ έναν ήχο απ’ τους στεναγμούς που άκουγα γύρω μου.

Σε τι χρησίμεψαν, λοιπόν, οι αμαρτίες μου; Έβρεχε και κανείς δε μ’ άκουγε, μονάχα ο κούφιος αντίλαλος απ’ τους σταύλους, εκεί που είδα το γέρο, καθόταν στο βρεγμένο στρώμα κι έκλαιγε, ζητώντας να του δωσουν την κούκλα του — τότε κατάλαβα πως δεν είμαι μόνος, και πως όταν θα ‘ρθει η μέρα της Κρίσεως, εγώ θα έχω όλο το χρυσάφι να πληρώσω.

Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα μικρό κομμάτι κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα που φτάνουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια. Κι ύστερα, όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ, ενώ τα υγρά σιωπηλά χωράφια ταξίδευαν με τους τυφλοπόντικες.

Η Έκτη Μέρα

 

Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, η μητέρα είχε ντυθεί στα μαύρα, φορούσε και το καλό καπέλο της με το βέλο, «δεν έπρεπε να μας το κάνει αυτό ο Θεός» είπε, στο βάθος χλωμοί άντρες στήναν τη μεγάλη σκηνή του τσίρκου, «γύρισε σπίτι, είναι αργά», «ποιο σπίτι;» είπα κι αγκάλιασα το φανάρι του δρόμου. Η μικρή ξαδέλφη όπου να ‘ναι θα πέθαινε, την έσπρωξα πίσω απ’ την ντουλάπα, «σ’ αγαπάω» έλεγε, μα εγώ την έγδυνα κιόλας σαν πόρνη — κι όταν τη θάψαμε, εγώ έμεινα για πάντα εκεί, πίσω απ’ την ντουλάπα, μισοφαγωμένος απ’ τα ποντίκια, κι ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, οι τροχαλίες γρύλιζαν καθώς ανέβαζαν το πρώτο ρολόι στη στέγη του σταθμού, κάθισα στην άκρη του δρόμου, τόσο θλιμμένος, που οι τυφλοί μ’ έβλεπαν.

Ο Επόμενος 

 

Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά, δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού, τα χωράφια ήταν ξέσκεπα και η μέρα τόσο γαλάζια, ο οδοστρωτήρας αγκομαχούσε τυραννισμένος απ’ τις μύγες, στις άγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ο Θεός κι η πεθαμένη υπηρέτρια, που ακούγοντας ένα περαστικό κουδούνι σηκώθηκε απ’ τον τάφο της ν’ ανοίξει.

Και είδα ότι είχα φτάσει σε ακτές ουράνιες, ναυαγισμένος μέσα στα παπούτσια μου. Τώρα, κάθε φορά που θα δω μια σκάλα κάθομαι χάμω και κλαίω, γιατί ξέρω πως δε θα ξαναβρεθώ — κι έραβα τις πληγές μου για να μη χαθεί ο θησαυρός που μου εμπιστεύτηκαν, για να γεννήσω έναν ακόμα στεναγμό, για να με συχωρέσει ο άνθρωπος που ασέλγησε πάνω μου, μην ξέροντας πώς αυτή είναι η δύναμη μου, σαν τις μηλιές που ανθίζουν όταν ακούσουν το λάλημα του τρελού.

Όταν τέλος αποφάσισα να παραδοθώ, έφερα μεγάλες αγκαλιές άχυρο και σκέπασα τα ίχνη μου, γι’ αυτόν που ερχόταν πίσω.

‘‘Θέλω να μου χαρίσεις κάτι’’ ~ Ανθή Δοξιάδη-Τριπ



- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω; Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' όρκίζομαι.
- Είναι δύσκολο.
- Δεν πειράζει.
- Είναι ακριβό.
- Δεν με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο.
- Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο.
- Δεν φοβάμαι.

- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει.
- Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
- Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.
- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
- Θα περιμένω τα χαράματα.

- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
- Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.
- Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
- Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει;
- Θα τον φτιάξω.

- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
- Δεν ξέρω.
- Τότε;
- Τότε θα μάθω.
- Από που;
- Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;
- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει;
- Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα;
- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα;
- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.

- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;
- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
- Πάντα.
- Τώρα.
- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.

- Να το φτιάξουμε.
- Με τι;
- Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω.
- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.

- Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω.
- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
- Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
- Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι;
- Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί;
- Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι;
- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.

- Πόσο θα ψάχνεις;
- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα;
- Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
- Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που;
- Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές;
- Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού;
- Όχι.
- Που έχει λιοντάρια;
- Στην ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα;
- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
- Ποτέ.

- Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
- Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο;
- Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
- Ναι.
- Θα με πάρεις αγκαλιά;
- Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Ναι.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ακόμα ελπίζω σε κάτι...




Κι άλλη μια μέρα περνάει που δεν είμαι μαζί σου. Κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη… Συσσωρεύεται ο χρόνος που περνάει από εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα. Και όσο περνάνε οι μέρες χωρίς εσένα, τόσο νιώθω ότι σ’ αγαπάω κάθε μέρα όλο και περισσότερο, κάθε μέρα σε ερωτεύομαι ξανά. Και τόσο πληθαίνουν οι ελπίδες μου να είμαι στην αγκαλιά σου, ενώ παράλληλα εξασθενούν οι ελπίδες μου να σε ξεχάσω και να γυρίσω σελίδα.

Τότε έβρισκα τα «θέλω» των ονείρων μου στα λόγια σου, σε μια σου αγκαλιά, σε ένα σου άγγιγμα, στα μάτια σου. Η ελπίδα μου ήσουν εσύ, και σε είχα. Τώρα εσύ έφυγες, αλλά η ελπίδα αυτή έμεινε. Τώρα η ελπίδα είναι το μόνο που μου έχει απομείνει, μαζί με τα κομμάτια της τσακισμένης μου καρδιάς. Αυτά τα μικρά σκόρπια κομμάτια σ’ αγαπάνε ακόμα, σε περιμένουν ακόμα, κρατάνε τη θέση σου ζεστή για να μην κρυώσεις όταν γυρίσεις, αν γυρίσεις…

Περίεργες οι ελπίδες… Σου δίνουν δύναμη και σε τραυματίζουν ταυτόχρονα. Σε παγιδεύουν στη δική τους αλήθεια, σε κάτι που ίσως γίνει, μα ίσως και όχι. Σε περιορίζουν στη δική τους υποθετική πραγματικότητα. Σου δίνουν όμως και τη δύναμη να παλέψεις γι’ αυτές, να τις διεκδικήσεις και να τις μετατρέψεις σε εμπειρίες. Είναι κίνητρο η ελπίδα. Και είσαι σκλάβος τους, κι όμως πρέπει να συνεργαστείς μαζί τους. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να ελπίζεις σε κάτι, παίρνεις δύναμη από αυτό… Η ζωή συνεχίζεται για τους αδύναμους, ο πόνος συνεχίζεται για τους δυνατούς.

Έτσι εγκλωβίστηκα κι εγώ μέσα σ’ αυτές. Και ο μόνος τρόπος να ελευθερωθώ είσαι εσύ. Κάθε βράδυ που ρίχνω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι προσπαθώ να πω στον εαυτό μου ότι είμαι δυνατή που πέρασα ακόμα μια μέρα χωρίς εσένα. Και τα μάτια σου στον ύπνο μου με ξυπνάνε με νέες δυνάμεις να σε θέλω και να σε διεκδικώ, να παλεύω για αυτόν τον έρωτα που έσβησε ξαφνικά. Ξέρω ότι τα θυμάσαι κι εσύ αυτά που ζήσαμε μαζί…όλα!

Δε θα ξεχάσω ποτέ πώς με έκανες να αισθάνομαι. Μπορεί ποτέ να μην καταλάβεις τι πραγματικά νιώθω για σένα. Θα ελπίζω όμως πάντα, όσος καιρός κι αν περάσει, πως μια μέρα θα είμαστε ξανά μαζί και θα πραγματοποιήσουμε όλα τα όνειρα που κάναμε. Θα ελπίζω σ’ εσένα…

~~~Σ’ αγαπάω…ακόμα~~~

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ξεφυλλίζοντας την σιωπή ~ Αλκυόνη Παπαδάκη (απόσπασμα)






Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να πικραίνεσαι.
Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους,
που ξεπουλούν στους πάγκους τους το μέλλον σου.
Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι
σε σωτήρες ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να μπλοκάρεις.
Σου σερβίρουν σε κονσέρβες αποφάσεις που δε διάλεξες.
Ψάχνουν μεθοδικά να σε απελάσουν από την ψυχή σου.
Να κρεμάσουν τα σχέδια σου ανάποδα, σαν νυχτερίδες,
στους πασσάλους που οριοθέτησαν τον ορίζοντά σου.

Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να φρικάρεις.
Όμως κρατήσου.  Μην αφεθείς.
Τα πέντε πράγματα που κρύβεις μέσα σου, υπεράσπισέ τα.
Κάτι θα γίνει.  Δεν μπορεί.
Η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της.
Και κάτι άλλο.  Ίσως πιο ποιητικό.
Φύτεψε άνθη στις ρωγμές της πίκρας σου.
Κι ύστερα βρες ένα μικρούλι ξέφωτο και κάθισε
ν’ απολαύσεις τ άρωμά τους.
Α! Κι αν θέλεις μην ξεχάσεις πως υπάρχουν πάντα κάποιοι
που αξίζει να τους προσφέρεις ένα σου χρυσάνθεμο!