‘‘Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή’’, ένα αριστούργημα της Αλκυόνης Παπαδάκη.
- Ζέστανα τις ανήλιαγες σπηλιές του πόθου σου. Έμαθα τη γλώσσα των πουλιών για να διαβάσω τις κρυφές σελίδες σου. Σε περίμενα ώρες αλογάριαστες γερμένη στον πιο κοφτερό βράχο της ψυχής μου. Πόσε φορές συναρμολόγησες τη διαμελισμένη σου ψυχή; Πόσες νυχιές τρύπησες για να βγεις στο φως; Πόση βροχή κατάπιες; Τώρα μου γράφεις: ‘‘Είμαι καλά, βρήκα μια θέση στη ζωή, μπορεί προσωρινά. Επιτέλους μου χαρίστηκε ο Θεός’’. Αμ δε στη χαρίστηκε ο Θεός. Στην πούλησε. Και, μάλιστα, πανάκριβα!
- Μην ψάχνεις να με βρεις στις άκρες των γκρεμών που συνηθίζω να περιφέρομαι. Ούτε στα κιόσκια της απόγνωσης. Πάντως στο λέω μην ανησυχείς. Περνάω καλά. Είμαι κρυμμένη σ’ ένα όστρακο στο βάθος του ωκεανού. Εκεί μαθαίνω τα τραγούδια των κοραλλιών. Περίμενέ με. Θα ’ρθω να στα φέρω!
- Περπατώ μόνη στο δάσος κι ο λύκος ακολουθεί πιστά τα βήματά μου. Ποιός είπε πως φοβήθηκα ποτέ τον λύκο; Εγώ, τον κυνηγό φοβάμαι. Από ’κείνον τρέχω να σωθώ. Ακόμα και αν σμιλεύεις τις μέρες σου πάνω σε βράχο, συνέχισε να το κάνεις. Αν δεν χάσεις τον σφυγμό του πόθου σου, αν δεν χάσεις την ηδονή ν’ ανοίγεις αυλακιές στα όνειρά σου, τίποτε δε σου υποσχέθηκαν τότε. Κάποια νύχτα εκεί που δεν το περιμένεις θα ’ρθει ο Θεός νυχτοπατώντας να πιει νερό από τη μικρή λακκούβα του βράχου σου.
- Το ξέρω πως κουράστηκες. Πως σώπασες. Το ξέρω πως παραπατάς. Τα ξέρω όλα. Κι ένα έχω να σου πω. Κράτα τουλάχιστον, όσο μπορείς, τον ήχο της σιωπής σου. Κάποιοι δεν είδαμε ποτέ καθαρά το τοπίο που επιθυμούσαμε να ριζώσουμε. Ξέρουμε πως υπάρχει. Ωστόσο ζούμε σαν νομάδες. Με τ’ όνειρο μιας ακαθόριστης επιστροφής. Τα κύματα σε οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν ή ανάλογα να σε καταπιούν. Είναι να μην βρεθεί η ψυχή σου άδειο κοχύλι πεταμένο στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στο άδειο κοχύλι της ψυχής τους οι γοργόνες κρύβουν το τραγούδι τους. Κάποιοι...Δε θα τους βρεις σε κάθε σου βήμα.
- Πόσο κλέφτες γίνονται οι άνθρωποι όταν διεκδικούνε μερτικό απ’ την ψυχή σου. Πόσο ψεύτες όταν σου ζητούν να γυρίσεις πίσω εκείνα που δε σου έδωσαν ποτέ. Πόσο ηλίθιοι όταν νομίζουν πως δεν διακρίνεις το σουγιά που είναι κρυμμένος στην ανθοδέσμη με τις γλαδιόλες. Και όταν σε ρώτησα μια νύχτα τι είμαι για σένα, σκέφτηκες λίγο και μου απάντησες αδιάφορα χαζεύοντας μια πεταλούδα που είχε παγιδευτεί στο φως της λάμπας σου: ‘‘Τι είσαι είπες; Μια νυχιά στο τίποτα της ζωής μου’’. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Φαντάσου, λέει, να μπορούσες σ όλους αυτούς που δηλητηριάζουν τη ζωή σου, να τους κολλούσες μια ταμπέλα στη ράχη, όπως αυτή που έχουν κολλήσει στα τσιγάρα. «Το άτομο αυτό βλάπτει σοβαρά εσάς και τους γύρω σας!» Γέλια που θα κάναμε! Αυτή κι αν ήταν προειδοποίηση!
- Δεν φοβάμαι τόσο τις ανοιχτές θάλασσες. Τ’ άγρια κύματα. Τα πεινασμένα σκυλόψαρα. Πιο πολύ με φοβίζει η πλήξη των λιμανιών. Η αβάσταχτη απειλή των κάβων. Μάζεψα όλες τις πυγολαμπίδες της γης για να γράψω μια μόνο λέξη. Αγάπη. Κι ύστερα, επειδή μου άρεσε πολύ το έργο μου, άρχισα να καλώ όποιον έβρισκα μπροστά μου για να το θαυμάσει. Σιγά σιγά η λέξη γέμισε δακτυλιές. Πληγώθηκαν τα γράμματα. Νύσταξαν και οι πυγολαμπίδες και με εγκατέλειψαν. Μ’ αυτή την τόση βιασύνη μου να ξεκινώ από το τέλος, έχανα η ηλίθια τη μαγεία της αρχής. Χρόνια σε βλέπω να αγναντεύεις στο μπαλκονάκι της ψυχής σου. Δεν θέλω να μου πεις τι αγναντεύεις. Ξέρω. Ένα ‘‘ίσως’’ καρτερείς. Ένα θολό, ακαθόριστο, ολότελα δικό σου ‘‘ίσως’’.
- Μήπως πρόσεξες ποτέ πόση βροχή μπορεί να σηκώσει ένα μικρό, άγριο τριαντάφυλλο χωρίς να διαλυθεί στο χώμα; Τι άλλο θέλεις να σου πω! Κανείς δεν είναι τόσο όμορφος, τόσο δυναμικός, τόσο σημαντικός όσο εσύ! Έλα ξεκίνα ντύσου, στολίσου, πάμε να πούμε καλημέρα στη ζωή. Εκείνο που ζητάς από τους άλλους, να το ζητάς με λεβεντιά και ώς χορτάτος. Αν μυριστούν πως είσαι λιγούρι, την έβαψες. Το πολύ να σε ελεήσουν κάποιοι πονόψυχοι. ‘‘Αγάπησα, αγάπησα, αγάπησα’’. Κραυγάζεις συνεχώς και σηκώνεις λάβαρα για αποδείξεις. Δε σου ’μαθε κανείς πως η αγάπη δεν είναι λάβαρα; Δε σου ’μαθε κανείς πως η αγάπη όταν γίνεται κραυγή τρομάζει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου