Κι ύστερα συννέφιασε ο ουρανός.
Και συννεφιασμένος σαν ήταν,
άφησε τον καημό να στάξει.
Και γεννήθηκαν οι μπόρες
και πότισαν τα ξερά αυλάκια
της καρδιάς που φάνταζαν απολιθωμένα
Μόνο ένα ξερό φυλλαράκι έμεινε να επιπλέει
Και δώσ’του οι καταιγίδες, δώσ’του οι μπόρες
να χτυπούν ανελέητα το φυλλαράκι
Μα αυτό πεισμώνει κι αντιστέκεται
Κι όσο κι αν πασκίζουν τα δάκρυα να το διώξουν
αυτό παραμένει στο αυλάκι και κάνει το κουμάντο του
Και τότε ο ήλιος εξαφανίζεται
Εκεί που λες θα ξεπροβάλει απ’τα σύννεφα
κι αγέρωχος, σαν πρώτα, θα εξορίσει τις μπόρες
στο πίσω μέρος του μυαλού,
αυτός εξαφανίζεται.
Κι η θύμηση μεγαλώνει, δυναμώνει
και σαν πιότερα, ο πόνος χτυπά αλύπητα.
Μονάχα η καρδιά έχει απομείνει αβοηθήθητη
να βολοδέρνει στις μπόρες σαν ακυβέρνητο
καράβι που το χτυπούν τα κύμματα.
(ποίημα από την προσωπική μου συλλογή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου