Βρέχει... Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ, μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας.
Κοιτάζει... Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της, ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα, παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
Κοιτάζει... Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ, πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει... Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ― μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου