Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Μεγάλο γράμμα ~ Τίτος Πατρίκιος (απόσπασμα)



Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου...

Ένα κεφάλι ν’ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κ’ ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κ’ εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
‘Ο,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
‘Ο,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το’κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κ’ έπρεπε να’μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ’άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’άγγιζες
πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια. 


Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα
που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;
(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι
και λυπόμουν που δεν το ’βλεπες)
Ποτέ δε σου είπα πως κάποτε βρεχόμουν
τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός,
χαιρόμουνα που κάποτε θα ’ρθεις
για να στο λέω.
Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα και δε μίλησα
κι όταν μου ’λεγες βουβά 
‘‘έλα πάρε με’’
δεν μπορούσα πια.

ψιλή ψιλή στάχτη σιωπής
στυφή και παγωμένη
στα χέρια, στα μαλλιά, στα γόνατα,
στις δυο ανάσες που σμίγανε
στις δυο παλάμες που σμίγανε
στα στόματα στα μάτια
Πού να ’ναι εκείνη η σιγαλιά των αστεριών
που φλυαρούσε μέσα μας κάθε που ο κόσμος
κρατούσε την ανάσα του για μια στιγμή;
Εκείνο το ενδόμυχο τραγούδι που άνοιγε έναν καινούριο κόσμο;
Μονάχα μια σιωπή.
Σιωπή που όλο σκοτώνει τη σιωπή.

Όσο κι αν γράφεις πάνω στη σκόνη
τ’ αρχικά του χρόνου
όσο κι αν σχεδιάζεις πεντάλφες και τετράγωνα
τρεις φορές την εβδομάδα
6-8 το βράδυ
κατακαθίζει άλλη μια φούχτα στάχτη
σκεπάζοντας τις τελευταίες μνήμες
που μας περίμεναν πίσω απ’ τις γρίλιες.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου