Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια ~ Στράτης Μυριβήλης

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Έλληνα πεζογράφου της γενιάς του ’30.

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στον έρωτα του Λεωνή και της Σαπφώς, της χήρας γυναίκας του νεκρού του φίλου. Στις τελευταίες σελίδες του έργου τα διλήμματα λύνονται, οι εσωτερικές οριοθετήσεις καταργούνται, οι αντιστάσεις καταρρέουν.

Φτάσανε σ’ ένα μέρος που το γιατάκι του Όρυάκα χανόταν μέσα σ’ ένα σκοτεινό σύλλογο, όλο βάγιες πηχτά φυτρωμένες, νιάτα γαυριασμένα από τ’ αδιάκοπο πότισμα. Είταν φορτωμένες μούρα, ωριμασμένα βαγιοκούκουτσα. Ο τόπος μοσκοβόλησε χαρμόσυνα, στάθηκαν κι ανέσαναν βαθιά, αχόρταγα. Είταν μέσα στην ατμόσφαιρα κάτι γιορτερό, θρησκευτικά γιορτερό. Ο Λεωνής έκοψε δυό λιγνά κλωνιά και τάδεσε στεφάνι στο κεφάλι της αδελφής του. 

- Είναι η δάφνη του Απόλλωνα, λέει. Περισσότερο όμως είναι γνωστή από το στιφάδο. Ταιριάζει πολύ στο λαγό και στον ήρωα του πολέμου. Βαθύτατο σύμβολο! 

Κοίταζε την Αδριανή που κορδώθηκε σε πόζα ‘‘μεγάλου ανδρός’’. Το αδρύ φύλλο με τα σκούρα βαγιοκούκουτσα πήγαινε ωραία ανάμεσα στο χρυσό μαλλί του κοριτσιού. Άξαφνα αφήνει την πόζα της, πετάει τις δάφνες από το κεφάλι και λέει ανήσυχη:

- Είπες για λαγό στιφάδο και θυμήθηκα το μαγείρεμα. Άν δεν έπιασε κιόλας στο τέντζερη, θα κοντολογά νά σωθεί το νερό του, τόσην ώρα ακοίταχτο. Πρέπει να πεταχτώ μια στιγμή. Μην αργήσετε κι εσείς.

- Να γυρίσουμε όλοι, κάνει βιαστικά η Σαπφώ.

Η Αδριανή, που ανεσκάλωνε κιόλας, φωνάζει ‘‘όχι! όχι!’’. Αυτή θάπρεπε να γυρίσει τρεχάτη στο φαϊ, και δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχουν λαχανιασμένοι όλοι ξοπίσω της, χωρίς λόγο. Χάθηκε κιόλας και τώρα η φωνή της ακουγόταν πίσω απ’ τους πράσινους μπερντέδες της φυλλωσίας.

- Καλά! λέει ο Λεωνής με αδιάφορο τόνο, για να μη φανεί τρομοκρατημένος άπό το ξεμονάχιασμα με την Σαπφώ. Λίγα καβούρια ακόμα να πιάσουμε κι ανεβαίνουμε.

Ανοίχτηκε μια στενάχωρη παύση ανάμεσό τους, κι έπρεπε με κάθε τρόπο να γιομίσουν τη σιωπή τους. Χωρίς να την κοιτάξει, προχώρεσε λίγο, έσκυψε κι ανασήκωσε με κόπο μιά μεγάλη πέτρα. Την ίδια στιγμή βούτηξε από κάτω το χέρι του, έκανε ‘‘χοπ!’’ καί τσάκωσε ένα μεγάλο καβούρι. Η Σαπφώ έκανε χαρές και πλησίασε με το μαντήλι. Αυτός στραμπούληξε πρώτα το ένα δόντι απ’ την κάθε δαγκάνα κι έχωσε το καβούρι μέσα μαζί με τ’ άλλα.

- Πάει κι αυτός! λέει και γελά.
- Και πόσο μεγάλος!

Γελά και η Σαπφώ. Αιστάνουνται κι οι δυό ευγνωμοσύνη σε τούτο το φουκαρά τον κάβουρα, που ήρθε πάνω στην ώρα να δώσει κάποια φυσικότητα στο φέρσιμο τους. Πιο κάτω ήταν ένας γαλάζιος βράχος εκεί, απότομα κρεμαστός. Τον είχε στρογγυλεμένο και λείο το αιώνιο γλέιψιμο του νερού, που περνούσε από πάνω του απλωτά και τον έντυνε σαν διάφανο μεταξωτό. Στα ριζά του είχε νεροφραγιασμένη μιά γούβα, στρογγυλή σά γουρνόπετρα. Εκεί μέσα έπεφτε το νερό και γουργούριζε δροσερά. 

Ο Λεωνής πιάστηκε άπ’ ένα λυγερό κλαδί της αγριοσυκιάς κι άρχισε να κατεβαίνει. Ακουμπούσε στο βράχο μόνο με τα τακούνια και με τη σιδερένια μύτη του μπαστουνιού. Σα χαμήλωσε αρκετά, άφησε μπόι και πήδηξε σβέλτα, λυγώντας τα γόνατα.

Ήταν αλήθεια ένα χαριτωμένο κατατόπι. Ό μικροκαταρράχτης τραγουδούσε γλιστρώντας, άνοιγε νερένια κρόσσια σαν έβρισκε μούσκλια, κι έκανε φασαρία πιο μεγάλη από το μπόι του, πηδώντας μέσα στη γούρνα. Άπό πάνω οι βάγιες κάναν έναν αληθινό θόλο. Η φυλλωσιά έσταζε σκοτεινόν ίσκιο, μύριζε αψιά. Πάνω από τη γούβα πετούσαν κάτι θαυμάσια λεπιδόφτερα, μεγάλες λιμπελούλες μαβιές, με διάφανες οριζόντιες φτερούγες που ιριδίζανε. 

Σήκωσε τα μάτια προς το μέρος που κατέβηκε και είδε ανάμεσα στα φύλλα της αγριοσυκιάς το κεφάλι της Σαπφώς που έσκυβε. Αναμετρούσε με το μάτι το βάθος, μελετούσε να κατέβει. Το πρόσωπό της είτανε ξαναμμένο, τα σκούρα της ματόκλαδα πεταλούδιζαν ανήσυχα. 

- Είναι θάμα, της λέει από κάτω, όμως, το καλό που σας θέλω, μην κατεβείτε. Ο βράχος είναι σχεδόν όρθιος. Μείνετε καλύτερα. Έρχομαι πίσω και γώ. Κουνήθηκε να γυρίσει.

- Μπά! Μια χωριάτισσα μπορεί θαρρώ να σκαλώνει όσο κι ένας χωριάτης!

Τα λόγια της κατέβαιναν από ψηλά μαζί με το γέλιο της το γάργαρο, μαζί με το νερό, που γελούσε και τραγουδούσε. Ό αντίλαλος τάσμιγε σε μια σύμμιχτη βουή, σα να μιλούσε, σα να γελούσε, σα να τραγουσούσε η ίδια η λαγκαδιά.

Την είδε που πιάστηκε από το ίδιο κλωνάρι της αγριοσυκιάς, κι άρχισε να κατεβαίνει. Από το χέρι της δεν άφηνε το μαντίλι με τα καβούρια, κι αυτό τη δυσκόλευε περισσότερο.

- Σταθείτε κεί, θα πέσετε! φωνάζει ανήσυχος και κινείται να σκαλώσει. Να πάρει το μαντίλι από το χέρι και να της δώσει το μπαστούνι.

- Μπα! κάνει αυτή ηρωικά, και βιάζεται να κατεβεί, πριν προφτάσει ο Λεωνής να της δώσει το χέρι. 

Την ίδια ώρα ξεφεύγει το ένα της πόδι, και σχεδόν χάνει την επαφή της με το βράχο. Όλο της το βάρος κρεμάζει στη συκιά, και δέν εννοεί ν’ αφήσει τα καβούρια από το χέρι της. Προσπαθεί με αγωνία ν’ ακουμπήσει το τακούνι της κάπου. Το φευγάτο πόδι ψάχνει στα τυφλά να βρει ένα πάτημα, και τ’ άλλο, που στηρίζεται ακόμα στο βράχο, τρέμει από το γόνατο.
Ο Λεωνής πετιέται μ’ ένα σάλτο, ανεβαίνει από το πλάι, σκαλώνει το γυριστό μέρος του μπαστουνιού του μέσα σε κάτι δυνατές ρίζες, κρεμιέται σχεδόν απ’ αυτό. Γέρνει κι απλώνει το μπράτσο. 

- Ελάτε! Ακουμπήστε γρήγορα πάνω μου!

Η φωνή του διατάζει τώρα, απότομη, όπως στο στρατό. Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του μέ το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς. Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλείφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο. Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στέρεων κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλο του, κι η ευωδία τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπό του ολόκληρο χωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ’ από τη λεπτή μπλουζίτσα, καί θαρρεί πως είναι η δική του η καρδιά. Τα αίματα τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιο άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μιά αίσθηση τρομερή, βίαια ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο.

Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κι έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ’ άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπο της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των άρρωστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Είταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κι ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη. 

Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θήραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κάτ’ από τα γόνατα του, και την έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχτρικό. Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τά βαριά ματόκλαδα, τα δάκτυλα ξαμόλησαν λίγο λίγο το μαντίλι με τα καβούρια. Αυτά ξαπολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου