Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε - είπ’ εκείνος - ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη - ως είπε - να σωθεί.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Aπό την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί·
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.
Είναι και μερικοί άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θέλουν βρε αδελφέ. Πηγαινοέρχονται, μπαινοβγαίνουν στη ζωή σου λες κι είν' η καρδιά σου ξέφραγο αμπέλι. "Να φυλάγεσαι από τους ανθρώπους που δεν έμαθαν να σε κοιτάνε κατάματα και να μιλάνε σταράτα, αλλά προσπαθούν με δολιοφθορές και υπεκφυγές να ανελιχθούν, πατώντας επί πτωμάτων" μου 'λεγε η μάνα μου, αλλά μυαλό φιρίκι εγώ.
Το μειονέκτημα του να έχεις υπέροχα παιδικά χρόνια είναι πως, μεγαλώνοντας μέσα στην ροζ σαπουνόφουσκά σου παρέα με τις πριγκίπισες της Ντίσνεϋ, μαθαίνεις να εξιδανικεύεις τον κόσμο και τις καταστάσεις. Όλα γύρω σου είναι ένας κάμπος γεμάτος από ροζ πεταλουδίτσες, γαλάζια πουλάκια που κελαηδούν χαρούμενα και πολύχρωμα λουλούδια! Κι εσύ, φυσικά, καθισμένη δίπλα από την μαγική λιμνούλα περιμένεις να ξεπροβάλει απ' τους θάμνους ο πρίγκιπας του παραμυθιού πάνω στο άσπρο άλογο, φορώντας την γυαλιστερή του πανοπλία για να τραγουδήσετε μαζί το γνωστό "Σ' έχω δει, στο όνειρο ήμασταν μαζί".
Κι ύστερα; Ύστερα προσγειώνεσαι απότομα όταν πλέον ανακαλύπτεις το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων. Όταν γύρω σου βλέπεις μόνο εγωισμό, ψευτιά, υποκρισία και ασυδοσία. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πότε άρχισαν να είναι όλα τόσο δύσκολα. Πότε ο κόσμος άρχισε να χάνει την πραγματική ουσία της ζωής. Από πότε οι άνθρωποι προτιμούν να καίγονται στο θεόρατο καζάνι του εγωισμού τους παρά να μοιραστούν τον έρωτα, τους φόβους, τις ανησυχίες τους.
Η ατέρμονη αδηφαγία του ανθρώπου για περισσότερη δόξα και υλικά αγαθά τον έχουν κάνει κοντόφθαλμο, φανατικό οπαδό ενός πρόσκαιρου και ανούσιου βίου. Όλοι ζουν για το τώρα, για τη στιγμή, παίρνουν ως δεδομένα τον έρωτα, την αγάπη, την φιλία, την υγεία. Η πλήρης απαξίωση των ανθρώπων για τον εξαγνισμό και τη σωτηρία της ψυχής τους έχει καταντήσει μάστιγα. Είναι, λέει, "trendy" να εκμηδενίζεις βασικούς θεσμούς/πυλώνες της κοινωνίας όπως για παράδειγμα ο θεσμός της οικογένειας, ο θεσμός της θρησκείας, ο θεσμός της αγάπης και της φιλοξενίας.
Με ένα τόσο θολό παρόν και ένα τόσο αβέβαιο μέλλον, πώς μπορείς να ονειρεύεσαι για τις "καλύτερες μέρες που θα έρθουν"; Στα παραμύθια οι πριγκίπισες έζησαν καλά, συντροφιά με τους πρίγκιπές τους στα πανέμορφα βασίλεια τους... Εμείς;
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου
πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά
του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες
θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες
των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου
άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη
της πέτρας και της θάλασσας
Σου 'λεγα να μετράς
μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι
την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς
κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως
στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων
- Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς
τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο
αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο
αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ” όνομά του
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
Άκουσε ο λόγος είναι..
των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης
των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται
από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις
έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση
τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις
γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους
δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων
με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Πάντα φοβόμουν μην χάσω τα άτομα που αγαπώ. Μερικές φορές, όμως, αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανείς εκεί έξω που να φοβάται μην χάσει εμένα... Κι αν είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι η αγάπη σε ελευθερώνει, σε απογειώνει και σε ανυψώνει, τότε γιατί νιώθω φυλακισμένη και υποδουλωμένη στα δεσμά σου; Γιατί μου κόβεται η ανάσα κάθε φορά που σε σκέφτομαι; Γιατί νιώθω μια ατέλειωτη θλίψη, έναν κόμπο στον λαιμό και πόνο στην καρδιά; Να 'ξερες μονάχα τι θες... Να 'ξερες πόσα θέλω να σου πω... Λόγια χιλιοειπωμένα που κουράστηκαν να τα ακούνε οι τοίχοι του δωματίου μου... Λόγια που γράφτηκαν σε αμέτρητες σελίδες από χαρτί και σκίστηκαν με την πρώτη ευκαιρία, προτού βρεθούν στους κάδους των σκουπιδιών...
Ε λοιπόν, είναι αξιοθαύμαστο το πόσες αναμνήσεις μπορεί να αποθηκεύσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Να θες να διαγράψεις λόγια, στιγμές, πρόσωπα και να μην μπορείς βρε αδελφέ! Πάντα σε θυμάμαι... Πάντα θυμάμαι την πρώτη φορά που μου κράτησες το χέρι... Πάντα θυμάμαι το πρώτο μας φιλί... Πάντα θυμάμαι πώς λαμπύριζαν τα καστανά σου μάτια υπό το φως του φεγγαριού εκείνες τις καλοκαιριάτικες νύχτες που πλαγιάζαμε στην αμμουδερή παραλία, ξέρεις, στο συνηθισμένο μας μέρος. Πάντα θυμάμαι το χάδι σου... Πάντα θυμάμαι το κυνηγητό μέσα στη βροχή! Εσύ να τρέχεις μπροστά, ξεκαρδισμένος στα γέλια που δεν μπορώ να σε φτάσω, κι εγώ να τρέχω από πίσω τάχα θυμωμένη! Κι ύστερα να πέφτω στην αγκαλιά σου, να χάνομαι μέσα στα χέρια σου λες και δεν υπάρχει αύριο... Εκείνο που δείλιασα να σου πω, είναι ότι όλος μου ο κόσμος βρισκόταν σ'αυτή την αγκαλιά, ανάμεσα στα δυο σου χέρια, μέσα στα καστανά αμυγδαλωτά σου μάτια, στο λατρεμένο χαμόγελό σου...
Τώρα καταλαβαίνω πόσο προφητικό ήταν το κυνηγητό μας στη βροχή. Ανέκαθεν αυτό συνέβαινε με εμάς τους δυο. Εσύ να πηγαινοέρχεσαι όποτε σε βολεύει, να μπαινοβγαίνεις γελώντας στη ζωή μου με μια αλλόκοτη θρασύτητα, κι εγώ απηυδησμένη και μπουχτισμένη από όλο αυτό, να διερωτώμαι τι θες επιτέλους και τι ζητάς. Κι όταν σου φώναζα πως σε μισώ, χαιρόσουν γιατί "το μίσος είναι πάθος και αγάπη μαζί", έλεγες... Δεν είχες κι άδικο... Πάντα σε θυμάμαι...
Προς τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη, κ’ εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής; Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι αυτοί οι μουσικώτεροι δεν είναι αληθείς.
Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω, όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κ’ η αρετή. Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω, κ’ επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.
Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία. Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών. Έρωτα ψάλλω και χαράν. Aθλία παρωδία, αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!
Η Μούσα
Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.
Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.
Εαν η γη καλύπτεται με σκότον, μη φοβείσαι. Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές. Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι· θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!
Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει. Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε ρόδων, και ίων, κ’ ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.
Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή "Προσανατολισμοί" του Οδυσσέα Ελύτη.
ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Ι
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.
II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.
III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
Ι
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε
Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!
II
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.
III Επίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.