Μοναξιά γλυκιά και συνάμα παράξενη, πόσο σε επιζητώ ετούτο το ανοιξιάτικο βράδυ. Η αλήθεια
πληγώνει τόσο, που δεν αντέχω παρα μόνο σε εσένα να την εξομολογηθώ. Τι
και αν χάσω τα λογικά μου μπρος στο φως που λούζει την ψυχή μου απόψε;
Τι κι αν τα όνειρα μου γεμίζουν κάθε βράδυ πόθους ανικανοποίητους; Σαν
επτασφράγιστο μυστικό τα κρύβω και παραδίδομαι στη γλυκιά μέθη του
ψέματος.
Μια τέτοια αλήθεια μόνο πληγώνει σαν μαχαίρι στοχεύοντας
κατευθείαν στην καρδιά. Μπαίνω μπροστά σου να δεχθώ το τίμημα, μην μου λαβωθείς. Κι εσύ
αδημονείς να ανοίξεις τα φτερά σου και να ελευθερωθείς. Θα ελευθερωθείς αγάπη μου, γιατί τα
δεσμά μου δεν σου αξίζουν. Είναι πολύ βαριά για να τα αντέξεις. Και σου
αξίζει η καρδιά σου να γελά και όχι να πενθεί χαμηλόφωνα την απώλεια του
τίποτα.
Το "κάτι" είναι εκεί και σε καρτερεί γιατί το "πολύ" ανέκαθεν σε φόβιζε. Δεν έχουν εξημερωθεί ακόμη
στον κόσμο αυτό τα άγρια θηρία της ψυχής μας, καρδιά μου. Να προσέχεις,
γιατί ξεγελάει μυστήρια το φως πολλές φορές. Λευκά πια τα πάντα γύρω
μου, και εγώ παραδομένη σε λευκές νύχτες επιζητώ μάταια το σκοτάδι.
Γιατί το εκτυφλωτικό φως πονάει περισσότερο σαν πέφτει βαρύς ο πέλεκυς της πραγματικότητας. Μοναξιά μου καλωσόρισες και σε εσένα,
ζωή μου, αντίο...
Κι αν κάποτε σ' αγάπησα, έχω πια μπερδέψει το νόημα αυτής της λέξης.
Κλείνω τα μάτια μου και παραδίνομαι σε μια απέραντη ησυχία. Κάθομαι
ακίνητη για ένα λεπτό, απλά για να νιώσω να με πλημμυρίζει αυτό το
γνώριμο συναίσθημα. Ίσα για να βυθιστώ στα όνειρά μου, εκεί που μπορώ να
σε έχω ολόδικό μου. Εκεί που το βλέμμα σου είναι ζεστό.
Εκεί που τα χείλη λένε
πολλά και η αλήθεια δεν ξέρει να κρύβεται καλά πίσω από εκθαμβωτικά
χαμόγελα, αλλά αποκαλύπτεται γυμνή κι ατόφια. Μα, αγάπη μου, τα μάτια δεν μπορούν να πούνε ψέματα, και
αναίσχυντα εκθέτουν σε ένα λεπτό, όλα όσα προσπαθείς να κρύβεις μια
ζωή... Ξέρω πως πια δεν με κοιτάς στα μάτια. Ξέρω πως πια όλα έχουν χαθεί. Γιατί όμως ακόμη η καρδιά μου φωνάζει
εσένα;
Επιζητώ το αδύνατο, και ελπίζω στα πεπερασμένα. Όμως το ποτάμι πίσω δεν
γυρνά. Κι εγώ είμαι στην άκρη του, έτοιμη να πηδήξω, να παλέψω ενάντια
στο ερμητικό νερό, ακόμη και αν ξέρω τη ματαιότητα της πράξης μου. Το ξέρω θα
πνιγώ, το νιώθω, και δεν στο κρύβω πως φοβάμαι. Τι και αν όπου και αν γυρίσω βλέπω τη
μορφή σου; Θα λυτρωθώ μια μέρα από εσένα. Θα σε αφήσω να φύγεις, όπως
και εσύ, και τότε είναι που θα σε νιώθω πιο κοντά μου από ποτέ...
Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει. Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους.
Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» , τον Μάιο του 1823 στην Ζάκυνθο.
Το 1828 ο Νικόλαος Μάτζαρος τον μελοποίησε και το 1864 καθιερώθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.
Άργειε να 'λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.
Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οί σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή
Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
οσα αίσθάνετο ή χαρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.
Μ' όλον που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανο.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.
Και σ’ εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,
Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.
Οπού αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται
πως. του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.
Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.
Ερμιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν' πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!
Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
Μέτρα! Είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν,
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει. αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κορη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.
Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη.
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα
Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.
Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Λη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη
Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.
και μόνο το τραγούδι
μας καμιά φορά θλιμμένο μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να
ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως σε σιωπηλή γυναίκα, γερνάμε ή
γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.
Κι αλήθεια, κατά
που πέφτει η βασιλεία,
και μόνος ο
καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου
αργά τη νύχτα.
--------------------------
Kι ίσως αυτό που
ποτέ δεν καταλάβαμε ήταν ότι έμεινε για
πάντοτε δικό μας,
γιατί ποιός κέρδισε ποτέ τη νύχτα ή τ' όνειρο
και μες στο σπίτι
ο ένας για τον άλλον ένα απλό κειμήλιο είμαστε
και μόνος του ο
καθένας θα πεθάνει, έτσι μέσα στο ανήσυχο βράδυ
αλλόκοτα
φωτισμένο απ' τους πυρσούς, είμαστε πάντα απροετοίμαστοι. Και ήταν αυτή η συγκομιδή μας.
------------------------
Ή άλλοτε, τη
νύχτα, τα βήματα κάποιου μακριά μας έλουζαν
άξαφνα μες στο
βαθύ μυστικό τους,
τότε
καταλαβαίναμε πως όλα θα μείνουν άγνωστα για μας
και πως αυτό θα
είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία.
--------------------------
Αλήθεια, πού ζήσαμε, γιατί συχνά ξαναγυρίζουμε
άξαφνα,
και τότε ένα
πρόσωπο άγνωστο στο δρόμο ή στο βάθος μιας
κάμαρας (που
είναι κιόλας κλειδωμένη), στέκεται τόσο αβέβαια,
που το
αναγνωρίζεις αμέσως
αφού και το σπίτι
μας δεν ήτανε ποτέ χτισμένο,
μα έτοιμο να ξεκινήσει
με τον πρώτο περαστικό
κι οι αληθινοί
μας πόνοι κλαίνε αλλού
και μόνο μας
στέλνουν ένα κλονισμένο βήμα,
ή ένα κυπαρίσσι,
ξαφνικά, καθώς περνάμε όπως
η λύρα, που
πονετική το βράδυ στο χέρι του τυφλού
ακουμπάει ένα
τραγούδι.
Όμως οι
ονειροπόλοι περίμεναν στο βάθος κι η αιώνια
αναμονή τους,
σχεδόν ορατή, τους σήκωνε κι από τον ένα κόσμο
πήγαιναν στον
άλλον με τα παλιά τους, φθαρμένα πανωφόρια,
ώσπου όταν βράδιασε
(κι ένα βράδυ είναι πολύ) έγειραν στο κιγκλίδωμα.
Ήμουνα ξανά μονάχος,
κι αχ, ήτανε πολλά στον ουρανό τ' αστέρια,
και δεν ήθελα Θεέ
μου να πεθάνω....
----------------------------------
Τρωτοί κι αφανείς υπήρξαμε, πλάθοντας με το
φτωχό πηλό
τις μέρες μας
στην άκρη του ορίζοντα, κυβερνώντας με υπομονή
τις νύχτες μας στην
άκρη της γυναίκας,
και πάντα ο
παμπάλαιος χρόνος που σε νέους θρύλους μας
αποπλανά. Όμως
είναι κάποιος, που κάθε πρωί ντύνεται το κουρέλι του, για να περάσει
αμόλυντος μες' απ' την πόλη.