"Σ' έχω επιθυμήσει" της έγραψε μετά από δυο μήνες απουσίας. Λογομάχησαν, όπως πάντα. Την έπεισε να συναντηθούν να μιλήσουν από κοντά, όπως πάντα. Τόσα αναπάντητα ερωτήματα, τόσα "γιατί", τόσα ανείπωτα λόγια. Τι να θέλει πάλι και επιστρέφει στη ζωή της; Τόσα πισωγυρίσματα, τόσα πήγαινε-έλα. Εκείνη πάντα ο σταθμός, κι αυτός το τρένο που εκτελεί τα βιαστικά του δρομολόγια. Εκείνη πάντα ο φάρος, κι αυτός ένας υπερόπτης Τιτανικός που την περιφρονεί σκίζοντας αδιάκοπα τα κύματα της ψυχής της. Μα τον αγαπά. Τον αγαπά, όχι με την μελιστάλακτη έννοια. Τον αγαπά για το σκοτεινό του χαρακτήρα του, για τους δαίμονες που κουβαλά μέσα του. Γι' αυτούς τους δαίμονες που εξουσιάζουν και την ίδια και που την σπρώχνουν ολοένα και πιο βαθιά στο αβυσσαλέο χάος της ψυχής του. Μπορεί να ξεφύγει απ' τα δίχτυα του αλλά δεν το κάνει. Είμαστε λίγο περίεργοι οι άνθρωποι κάποιες φορές. Διαλέγουμε εσκεμμένα τον πόνο. Γιατί μέσα από τον πόνο βιώνουμε μέχρι το κόκκαλο τις αδυναμίες μας, τους πιο κρυφούς μας πόθους. Γιατί δεν αγαπάμε αρκετά τους ανθρώπους όταν δεν λατρεύουμε την αθλιότητα, την ταπείνωση και τη δυστυχία τους.
Τον ρώτησε γιατί εξαφανίστηκε ξαφνικά απ' τη ζωή της, με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε πάλι. "Αυτός είμαι. Έτσι είμαι εγώ", της απάντησε. "Και δεν σε χαλάνε ρε μάγκα μου τα πισωγυρίσματα; Δεν θες κάτι σταθερό στη ζωή σου;" τον ρώτησε. "Όχι!". Κι ενώ εκείνη πήγε στη συνάντηση με την προσδοκία της επανασύνδεσης, βλέπει τώρα τον κόσμο της να γκρεμίζεται. Συγκρατιέται να μην κλάψει, το ορκίστηκε στον εαυτό της άλλωστε πως δεν θα την δει ποτέ να κλαίει. Συγκρατιέται όσο μπορεί μα το παράπονο της είναι χείμαρρος ακράτητος που καταλήγει σε δάκρυα και λυγμούς. Η παγερή εικόνα της αυτοάμυνάς της μεταμορφώνεται σε μία πεμπτουσία συναισθημάτων. Εκείνος την αγκαλιάζει, δεν την αφήνει. Προσπαθεί να της σκουπίσει τα δάκρυα, να την κάνει να γελάσει. Τον διώχνει. Δεν θέλει τον οίκτο του. Έτσι βασανιστικά πέρασαν εκείνες οι δυο-τρεις ώρες, μέχρι που τους πήρε ο ύπνος στο κρεβάτι. Κοιμήθηκαν μακριά ο ένας απ' τον άλλον, σαν δυο ξένοι. Λες και τα σώματά τους δεν συναντήθηκαν ποτέ. Λες και σβηστήκαν οι μνήμες από τις άλλοτε καυτές βραδιές όταν έπαιρναν κι οι δυο φωτιά, εκρήγνυντο και - σαν περήφανοι φοίνικες - αναγεννιόνταν μέσα από τις στάχτες τους.
Κάποια στιγμή ξημέρωσε. Οι πρώτες ζωηρές ηλιαχτίδες κατάφεραν να διαπεράσουν τα στόρια για να γαργαλήσουν απαλά τα μάτια της και να την ξυπνήσουν. Αγουροξυπνημένη και μπερδεμένη γυρνάει και τον κοιτάει. Αυτός κοιμάται. Ήρεμος, γαλήνιος. Σκέφτεται να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να τον φιλήσει αλλά δεν της βγαίνει. Μετά τα χτεσινά συμβάντα, τι της μένει πια να κάνει; Τα συναισθήματά της ανάμεικτα. Σηκώνεται από το κρεβάτι, βγαίνει απ' την κρεβατοκάμαρα γιατί δεν θέλει να βρίσκεται κοντά του. Θέλει να φύγει, να εξαφανιστεί απ' τη ζωή του προτού η φωτιά του την κάψει ολοσχερώς. Σκέφτεται να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει απ' το διαμέρισμα. Έτσι, χωρίς καμιά προειδοποίηση. Χωρίς καμιά εξήγηση."Ύστερα, όμως, θα του μοιάσω...", σκέφτεται. Τριγυρνάει άσκοπα μέσα στο καθιστικό, κάποια στιγμή βγαίνει έξω στην βεράντα για να πάρει καθαρό αέρα. Νιώθει ένα βάρος στο στήθος ίσα με δέκα τόνους, πνίγεται, θέλει να εξαφανιστεί από όλους και όλα. Ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της! "Καλημέρα! Σε ξύπνησα;" τον ρωτάει. "Ναι!" της απαντά χαμογελώντας. Επιστρέφουν αμίλητοι στην κρεβατοκάμαρα, ξαπλώνουν κι οι δυο στο κρεβάτι. "Πάντα τόσο νωρίς ξυπνάς;" την ρωτάει. "Πάντα", του αποκρίνεται. Τον ρωτάει αν θα ξανακοιμηθεί και κουνά καταφατικά το κεφάλι.
"Αγκάλιασέ με για να με πάρει ο ύπνος..." της λέει κάποια στιγμή κι αυτή το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη, σχεδόν ετεροχρονισμένα. Τον έχει επιτέλους στην αγκαλιά της αλλά για πόσο ακόμα; Οι σκέψεις της καίνε το μυαλό, νιώθει μπουχτισμένη από αυτές. Αναστενάζει βαθιά και αρχίζει να του χαϊδεύει απαλά το στήθος... Εκείνος μένει ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια. Ξέρει πως δεν κοιμάται, είναι σίγουρη πως απολαμβάνει τα χάδια της! Για να τον τεστάρει, κάνει πως σταματά. "Γιατί σταμάτησες;" την ρωτάει και γυρνάει προς το μέρος της. "Νόμιζα πως σε πήρε ο ύπνος" του απαντά. "Συνέχισε..." της λέει και παίρνοντας το χέρι της, το ξαναβάζει στο στήθος του. Συνεχίζει να του χαϊδεύει το στήθος, κάποια στιγμή αρχίζει να του χαϊδεύει απαλά το σβέρκο με τα χείλη. Σφίγγει το σώμα της στο δικό του και συνεχίζοντας τα χάδια, αρχίζει να τον φιλά στο λαιμό. Εκείνος αναστενάζει. Την κοιτάζει και βίαια αρχίζει να την φιλά. Νιώθει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή! Η ανάσα της καυτή και κάθε που τον φιλά, νιώθει τα γνώριμα ρίγη στο σώμα της.
Είναι δικιά του, μόνο δικιά του. Τον φιλά... Τον φιλά για όλα τα χρόνια που θα τα περάσουν χώρια, για όλες τις ελπίδες που θα χαθούν... Δίνεται ολοκληρωτικά στο ασίγαστο πάθος του, στο ασίγαστο μίσος του. Κι αν καεί ξανά στη φωτιά του, δεν την νοιάζει. Ξέρει πως είναι η τελευταία τους φορά, ας τον απολαύσει λοιπόν κι ας χτυπά το κεφάλι της στους τοίχους μετά... Τα χείλη της αναζητούν τα δικά του επιτακτικά. Θέλει να του δείξει πόσο τον αγαπά, ή καλύτερα πόσο πολύ τον λατρεύει. Γιατί τον λατρεύει σαν Θεό. Ο Θεός της αμαρτίας, της λαγνείας. Έτσι θέλει να του παραδίνεται, σαν σκλαβωμένη να θυσιάζεται γι' αυτόν στο βωμό του πάθους. Κι όταν πια τελειώνουν, ξαπλώνουν αγκαλιασμένοι και αφήνονται στην αγκαλιά του Μορφέα. Κάποια στιγμή ξυπνούν, χαμογελάνε και λένε ξανά καλημέρα. Ντύνονται, συγυρίζουν την κρεβατοκάμαρα, συμμαζεύουν το διαμέρισμα και εξακολουθώντας να είναι αμίλητοι, οδεύουν προς τον ανελκυστήρα. Δεν ανταλλάζουν βλέμματα, δεν ανταλλάζουν κουβέντες. Ο ανελκυστήρας φτάνει στο ισόγειο και παίρνει ο καθένας τον δρόμο του. Γιατί έτσι είναι... Στον χωρισμό, μήτε φιλί μήτε αντίο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου