''Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να ζήσω.
Κι έζησα όλη τη ζωή μου σε ένα όνειρο και την αθανασία σε μερικά κονιάκ'' ( Το πουλί με τις
αλήθειες)
''Ποιός ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιός έμαθε ποτέ τι
συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
σε
όνειρα... Κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως
μας αποδοθούν
στον παράδεισο- συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου
σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου, ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά
να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να
γνωρίσει ο
ένας τον άλλον. Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας
τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν θα πεθάνω θα 'θελα να με θάψουν σ'ένα σωρό από
φύλλα
ημερολογίου για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. (Φύλλα
Ημερολογίου)
''... Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο
ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.
Κι αν έχασα την ζωή
μου, την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί,
ένα χτες ή ένα άυριο, όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα
άρωμα βιολέτας...
Κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν
πρόφτασαν ν'
αγαπήσουν. (Άνεμος Νοεμβρίου)
''...Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός
ονείρου
μέσα σ'ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά, φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε
μέρα.'' (Ο πρώτος στίχος)
ονειρευόμαστε ν'αγγίξουμε το μυστήριο ενός κοριτσίστικου
απογεύματος,
κι ύστερα τα πένθη, οι θλιβερές επέτειοι, ένα χρώμα
σταχτί στον
ουρανό...'' (Νύχτες αϋπνίας)
'' ...Για αυτό σας λέω μη ζητάμε περισσότερα κι αργότερα,
άντρας πια,
καθόμουν πίσω απ' τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της
πόλης. έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών- τι
θ'απομείνει
λοιπόν, τι θ'απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους
στεναγμούς;
ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο
καιρός
θα τις σβήνει σιγά σιγά...'' (Νυχτερινή ευωδία)
''...γυναίκες που αγαπήσαμε ενώ έξω απ' τα παράθυρα
δυνάμωνε η
βροχή, κι ύστερα πιασμένοι απ' το χέρι περάσαμε τη
γέφυρα, με τα μαλλιά
σας βρεγμένα να λαμπυρίζουν στο ηλιοβασίλεμα -
ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που
δίναμε τη
ζωή μας μ' εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ' άρρωστα
παιδιά που όταν
αναρρώσουν δεν τους χωράνε τα παιδικά τους ρούχα
και στο σχολειό τα κοροϊδεύουν - και γεμίζουν τα τετράδια
τους με
ποιήματα για να μη χαθούν.
Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο...'' (Ώρα
του λυκόφωτος)
''Καμιά φορά σκέφτομαι: τι θα 'κανα αλήθεια αν ξανάρχιζα
τη ζωή
μου; Πάλι εδώ θα' φτανα, στην άκρη του κόσμου...
Ω Κύριε των μακρινών σταθμών που τους
διαβαίνουμε κάποτε μες στο όνειρο...
Ενώ ένας πλανόδιος οργανοπαίχτης στο δρόμο με μια λυπημένη μουσική
θα δωροδοκεί το δειλινό ν'αργοπορεί...
Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε
ποιος
είσαι...'' (Η ερώτηση)
''Κι άλλοτε ο πόνος μου γινόταν αφόρητος όταν σκεφτόμουν
πως
κάποτε θα με ξεχάσουν (οι δικοί μου είχαν όλοι φύγει σιγά
σιγά)
μια μέρα έφερα μια γυναίκα στο σπίτι, την έγδυσα και την
έβαλα
να πει σιγανά το όνομά μου
έτσι γνώρισα όλες τις αμαρτίες...'' (Μικρή αυτοβιογραφία)
'' Μια νύχτα του καλοκαιριού, παιδί ακόμα, βγήκα απ'το
σπίτι και
ξάπλωσα στον κήπο κι όπως κοίταξα τον ουρανό,
Θεέ μου, τι απεραντοσύνη, πόσα άστρα, μ'έπιασε πανικός.
Από τότε ξέρω πως δε θα προφτάσω.'' (Η στάχτη)
''...οι ερωτευμένοι παντρεύτηκαν και τώρα γερνάνε πλάι σε
ανθρώπους
ξένους... κι η παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο
αίνιγμα να υπάρχουμε.
Κι όταν κάποτε θα φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο
βιολετί απ'
το δειλινό κι έν'άστρο από κάποιο παραμύθι.'' (Η
αναχώρηση)
'' Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις
αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα
με μάτια ξένα –
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η
ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω. Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό,
είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.'' (Δειλινό)
'' Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’
έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια
μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’
ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας
γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα
φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται
ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι
ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα
ένα τσεκούρι. Aλλά οι
καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω
ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της
αιχμαλωσίας.'' (Αιχμαλωσία)
'' Κι αργότερα, όταν με τόσες ελπίδες εγκατασταθήκαμε στο
καινούργιο
σπίτι κι αλλάξαμε θέσεις στα έπιπλα
είδαμε πως δεν κρύβεται το παλιό μεγάλο σφάλμα μας και
πως τα
πράγματα έχουν μια δική τους μοναξιά
και μια δική τους δικαιοσύνη. Ανοίξαμε τότε το παράθυρο
κι είδαμε τους γερανούς να
περνούν.
Αλλά πoιο ήταν
το σφάλμα μας; Ποτέ δε μάθαμε. Και μόνο καμιά φορά
μέσα σ' έναν εφιάλτη βρίσκουμε κάποια απάντηση
αλλά δε θέλουμε να την πιστέψουμε.
Προς τι λοιπόν τόσα όνειρα αφού όλα θα τελειώσουν κάποτε
και κανείς δεν ξέρει ποια θα 'ναι η κρίσιμη ώρα --
πράγματα που τ' ανακαλύπτεις όταν είναι πια αργά (πάντα
ήταν αργά)
κι η ευωδιά ενός μαραμένου ρόδου είναι πιο τρομερή κι από
'να φάντασμα.
Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια.'' (Οι γερανοί)
'' Από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός
ζευγαριού που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος. Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο
σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα. Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που
έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες. Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.'' (Της εξοχής)
''Όταν μας έδιωξαν απ’ τον Παράδεισο η Μαρία έκλαιγε. Την
πήγα τότε στο αντικρινό ξενοδοχείο γιατί έπρεπε να
συνεχίσουμε
τη ζωή. Όταν βγήκαμε βράδιαζε. Η Μαρία χάιδεψε την κοιλιά
της. «Υπάρχει κι η ελπίδα» είπε.
Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.'' (Η
ελπίδα)
''Μια νύχτα καθώς κοιταζόμουν στον καθρέφτη τρόμαξα,
"κι αν δω μέσα τον άλλον;" σκέφτηκα, γιατί είναι αλήθεια πως υπήρχε
μια συγκεχυμένη ιστορία γύρω απ' το άτομό μου, λέγαν πολλά, τι να
πρωτοπιστέψεις; Και συχνά ισχυρίζονταν ότι παραμιλάω ενώ απλώς κουβέντιαζα μ'
αυτόν που κρύβεται μες στις σκιές.
Τέλος τα χρόνια πέρασαν, εγώ χάθηκα σε δύσκολους δρόμους,
κοιμήθηκα σε βρώμικα δωμάτια και το πρωί άπλωσα τα σεντόνια στο παράθυρο σε μια
παράδοση άνευ όρων. Και θυμάμαι παιδί που εκμυστηρευόμουν τα βράδια στη μητέρα
πως στο σχολειό, στο ίδιο θρανίο, καθόμουν μ' έναν άγγελο."
''Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα
σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε
σ’ ένα αβέβαιο όνειρο.'' (Εκμυστηρεύσεις)
''Είμαστε αιχμάλωτοι μιας αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί
στα
παιδικά μας χρόνια και ζήσαμε το απέραντο σε μικρές
σκοτεινές κάμαρες και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας...'' (Η τελευταία παρτίδα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου