Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Χορός μεταμφιεσμένων ~ Μάρω Βαμβουνάκη


Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο της συγγραφέως.

 

  • Ωστόσο, στη ζωή, το νερό των παλιών παραμυθιών που σε βάφει αόρατο δεν το βρήκα ακόμη, συνεχίζω να το γυρεύω. Δεν το βάζω εύκολα κάτω με όσα σπουδαία —τα λίγα πια σπουδαία— φαντασιώνομαι πως θα κάνουν παραδείσια τη ζωή μου. Στην ανάγκη τα μεταθέτω μετά θάνατον, ελπίζοντας πως εκεί θα είμαστε ακέραιοι, πλήρεις από πραγματωμένες καλές ευχές, έτσι όπως ευδαίμονες ήταν, λέει, οι Πρωτόπλαστοι.

  • Θα κάθεται στο κασόνι ντυμένη με τη μασκαράτα της. Δεν την ενδιαφέρει πώς θα τη δεχθούν, βαρέθηκε να τη δέχονται άχρωμα και προσβλητικά αδιάφορα. Τι θα πουν η μάνα και τ’ αδέλφια της; Δεν την ενδιαφέρει. Βαρέθηκε να της έχουν προδιαγράψει ένα μέλλον που μισεί και ένα γάμο που η ίδια θεωρεί πορνεία. Βαρέθηκε να ζει με αναγκαία κακά, από σήμερα μόνο σε αναγκαία καλά θα υποτάσσεται. 
 
  • Κι αν την πουν τρελή, αν τη διώξουν απ’ τη γειτονιά της των λογικών, αν την κλείσουν σε άσυλο; Να τους πιστέψει; Είναι τρέλα αυτή η ποιητική όσο και απελπισμένη διαφυγή στη μεταμφίεση, όταν απαιτείται να δραπετεύσει από τάφο; Δεν είναι μεταμφίεση οι ρόλοι που της
    φόρτωσαν προτού ακόμη γεννηθεί; Ο εαυτός της και όσα είναι δικά της πού παραπετάχτηκαν καταχωνιασμένα; Ποιος φταίει; Η ίδια γιατί το ανέχθηκε; Είναι πάντα υποκρισία μια μεταμφίεση ή είναι αποκάλυψη; Εξαρτάται… Πάντα η διάκριση δε θα μας αφήνει να κοιμηθούμε σε μαλακά μαξιλάρια συμπερασμάτων. Εξαρτάται… Η ζωή είναι ασύλληπτα λεπταίσθητη και η ευαισθησία της δεν εφαρμόζει στα κλισέ.

  • Απορώ τι με έκανε να αναστατωθώ τόσο, λες και με άγγιξε ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις τον αντίκρισα τυχαία σε λεύκωμα τέχνης πρόπερσι, ύστερα από πολλές δεκαετίες, και να τον συνδέσω με τα χρόνια τα παιδικά, τα μεταφυσικά χρόνια. Τα μυστήρια της μνήμης σαγηνεύουν και τυραννούν, σαν κλειδιά της συνείδησης. Τυραννιέμαι που δεν καταφέρνω να δέσω τα δυο κομμάτια μιας νοσταλγίας αστραπιαίας, όπως ένα άρωμα που θυμίζει κάτι τρομερά οικείο αλλά βασανιστικά ακαθόριστο. Το ξέρεις καλά, αλλά δεν ξέρεις τι ξέρεις. Οι αισθήσεις είναι πιο διεισδυτικές από την επίγνωση, για το υποσυνείδητο δεν ξέρω τι να πω…

  • Με παρηγορεί —κι ας μη συμφωνώ με όλη την καρδιά μου— η φράση του Μάρκες, που καταλήγει ξεκάθαρος: Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται για να τη διηγηθεί.

  • Θυμάμαι αγαπημένο μου νεκρό, που λάτρευε παθιασμένα όσο ζούσε —και τώρα όπου είναι πιστεύω— την κλασική μουσική κι αισθανόταν δέος για κάθε νότα, να γίνεται θηρίο μαζί μου όταν χαμήλωνα την ένταση στα εκρηκτικά σημεία του Μπετόβεν! Ήμουν όμως περίπου έφηβη και ο εγωισμός της νιότης πιστεύει πως δικαιούται να διορθώνει ακόμη και τον Θεό κατά τα γούστα της. Κι όπως αναφέρω το όνομα του Μπετόβεν, μου έρχεται στο νου η φράση του που διάβασα σε βιογραφία: «Σε κάποιους ο Θεός ψιθυρίζει στο αυτί, σε μένα όμως ουρλιάζει και με κούφανε!»

  • Ας μου συγχωρηθεί που τούτα τα κείμενα τα γράφω με την ασυδοσία των συνειρμών και πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο, φαινομενικά ασυνάρτητα. Φαινομενικά μόνο! Ποτέ μια σκέψη που ξέβρασε παράξενα μια προηγούμενη δεν είναι άσχετη όσο νομίζει η εξαιρετικά περιορισμένη μας συνείδηση, και είναι χρόνια τώρα που μ’ αρέσει να γυρεύω το γιατί και πώς μια αιφνίδια μνήμη, μια αιφνίδια εικόνα ή ιδέα κυριεύουν το νου μου. Πάντα υπάρχει ένας λόγος που προηγήθηκε, ένας λογικός ερεθισμός που άγγιξε τις αποθήκες του κρυμμένου παρελθόντος, εκείνες που ονομάζουμε υποσυνείδητο ή ασυνείδητο. Εμείς αδυνατούμε να διακρίνουμε τη σύνδεση, ό,τι και να λέμε, οι επεξεργασίες του νου μας γενικώς τεμπελιάζουν. Αγαπούν να περιφέρονται στα φαινόμενα σαν αλαφιασμένοι σπουργίτες και να φτιάχνουν αβίαστα και αβασάνιστα συμπεράσματα, ακόμη και ολόκληρες θεωρίες. Ιδίως η γενίκευση, η ροπή να καταλήγουμε σε γενικότατους κανόνες είναι απ’ τις πιο παγιδευτικές κατασκευές της διανοητικής νωθρότητας. Είναι ολέθριες οι συνέπειες της ροπής μας για γενικεύσεις στην κοινωνική ζωή.

  • Ο κόσμος έχει πνιγεί από ωραίους. Το θέαμα έχει πλημμυρίσει από καλοφτιαγμένους, από καλλονές και καλλονούς. Συνήθως δεν απομένει στα χέρια του καιρού σχεδόν τίποτε, ασχημίζουν κιόλας. Περισσότερο κι από τους άσχημους ασχημίζουν κάποιοι ωραίοι. Η φθορά τους αποκαλύπτει το θλιβερό της κατάπτωσης, της κένωσης, όχι βέβαια με την πνευματική έννοια της Ορθοδοξίας, αλλά του να αδειάζεις από νόημα. Υπάρχει ένα όριο, όλο και νωρίτερα, παρά τις πλαστικές επεμβάσεις, πέρα από το οποίο οι άνθρωποι ασχημίζουν πολύ. Ο αποτρόπαιος Ντόριαν Γκρέι, που φθείρεται στα κρυφά, βγαίνει σύντομα στον αφρό γιατί ο δικός τους αφρός τού το επιτρέπει.

  • Οι άνθρωποι συνεχώς κλαίγονται, δηλώνοντας ανικανοποίητοι, αλλά σπανιότατα αναγνωρίζουν ποια είναι η γνήσια ικανοποίηση που τους λείπει. Αν τους ξανάφερνες στην αρχή της ζωής τους, εννοώ μαζί με όλη την τωρινή εμπειρία τους, πάλι δε θα άλλαζαν εύκολα
    πορεία. Στο κάτω κάτω, θα το λέω και θα το ξαναλέω, η ζωή, η θαυμαστή ζωή, διαρκώς δίνει νέες ευκαιρίες για μεταλλαγή, αυτό δεν είναι η ουσιαστική έννοια της μετά-
    νοιας; Και πάλι όμως, η νωθρότητα και η ηδονική γκρίνια, που διαστροφικά κάποιοι καλλιεργούν μεγαλώνοντας, επιμένουν στην ψευδοθεωρία πως τα νιάτα είναι μόνο μια φορά, πως έχασαν το τρένο, πως… τώρα πια! Όχι, είναι οι άνθρωποι ανικανοποίητοι, γιατί όντως
    δεν ξέρουν αυτό που λείπει απ’ την ψυχή τους. Μπορεί και να αποφεύγουν να δουν ότι ήδη το έχουν, αλλά αυτό θα τους καταλογίσει ευθύνη, θα πρέπει να υποψιαστούν πως έχουν οι ίδιοι πρόβλημα. 
 
  • Φαντάζονται διάφορα αλλά δεν εντοπίζουν το αληθινό. Η αδράνεια, η νωθρότητα και η ακηδία είπαμε είναι από τους ηδονικότερους πειρασμούς. Ελάχιστοι τους αντιστέκονται, γι’ αυτό και ελάχιστοι ομορφαίνουν μεγαλώνοντας. Τα γεράματα είναι τρόπος ζωής. Η εποχή μας είναι ένας συνωστισμός γερόντων, για να μην πούμε νεκρών. Το αισθάνεσαι στον αέρα των πόλεων, ακόμη και των χορευτικών κέντρων, και των φωνακλάδικων παραλιών, όπου πηγαινοέρχονται μακιγιαρισμένοι, ημίγυμνοι και γυμνοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου