Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Αέρινη φιγούρα



Απόσπασμα από την προσωπική μου συλλογή ‘‘Αέρινη φιγούρα’’.

Βρισκόταν ξανά ολομόναχος ανάμεσα στις καλαμιές. Γύρω ησυχία, μόνο τα μικρά κύματα που έσκαγαν στα ρηχά της αβαθούς λιμνούλας ακουγόντουσαν. Έπιασε απαλό αεράκι κι οι ψηλόλιγνες καλαμιές άρχισαν να λικνίζονται σε ρυθμούς ενός ξέφρενου ‘‘tempo’’. Άλλο ένα απόγευμα τον έβρισκε κρυμμένο ανάμεσα στις καλαμιές. Ο μεγαλοπρεπής ήλιος άρχισε να δύει για τα καλά. Τα άλλοτε καταγάλανα νερά της λιμνούλας απέκτησαν το ίδιο κι απαράλλαχτο χρώμα του χορταριού και μια χρυσαφί λωρίδα απ’ την αντανάκλαση του ήλιου, δεν άργησε να ξεπροβάλει. Ο ουρανός υιοθέτησε το πιο όμορφο κοραλλί χρώμα, τα σύννεφα χρυσαφιά κι αυτά, μοιάζουν με υφασμάτινα βολάν. Μια οικουμενική πανδαισία χρωμάτων. Συνέχισε να κρύβεται ανάμεσα στις καλαμιές, περιμένοντας υπομονετικά την αέρινη φιγούρα. Η νύχτα άπλωσε σαν μαύρο πέπλο, σκεπάζοντας στοργικά το τοπίο. Με την πρώτη λάμψη των μυρίων αστεριών, δεν άργησε να φανεί κι αυτή. Εκστασιασμένος απ’ την ‘‘εξωγήινη’’ ομορφιά της, έμεινε να κοιτάζει την παράξενη οπτασία αποσβολωμένος. ‘‘Θα ’ναι από άλλον πλανήτη’’, σκέφτηκε, κι έκανε δυο-τρία βήματα μπροστά για να δει καλύτερα, να την χορτάσει το μάτι του όσο περισσότερο γίνεται. Η αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στο άσπρο διαφανές φόρεμά της, την έκαναν να μοιάζει με αερικό, τονίζοντας τη γυναικεία φιγούρα της. Η σκοτεινιά της νύχτας έκανε τα μαύρα μακριά της μαλλιά να φαντάζουν ακόμα πιο μαύρα. Συνέχισε να στέκεται στα ρηχά της αβαθούς λιμνούλας, τα κύματα αγκάλιαζαν τα γυμνά της πόδια. Τόση θλίψη. Θλίψη στα μάτια της, θλίψη στα χείλη της. Θλίψη ακόμα και στο περπάτημά της. ‘‘Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε’’, σκέφτηκε, και συνέχισε να την κοιτάζει. Του είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κάθε που βραδιάζει, το μυστηριώδες αυτό κορίτσι ξεπροβάλει μέσα από τις καλαμιές και κάνει βόλτες στα ρηχά της λίμνης. Απλές βόλτες, τίποτε παραπάνω. Μερικές φορές σιγοτραγουδά έναν θλιμμένο σκοπό ο οποίος πορεύεται με το σφύριγμα που προκαλεί ο αέρας σαν χτυπά αλύπητα τις καλαμιές. Άρχισε, λοιπόν, να σιγοτραγουδά κι απόψε. Δεν ακούγονταν μήτε λόγια, μήτε στίχοι. Μονάχα ένα μελωδικό μουρμουρητό. Η διάφανη φωνή της γαργαλούσε τ’ αυτιά του, σαν άλλη σειρήνα τον είχε εγκλωβίσει στους κόλπους του μυαλού της. Εκεί, να αναρωτιέται τι σκέφτεται, ποιά είναι, από πού προέρχεται. Αφουγκράστηκε ν’ ακούσει καλύτερα. Έκανε ακόμα ένα αργό βήμα πιο μπροστά, έχασε όμως την ισορροπία του πατώντας έτσι μερικά ξερά φύλλα. Η αέρινη φιγούρα ξαφνιάστηκε, σταμάτησε τον μελωδικό σκοπό και γύρισε προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να τον δει ξεκάθαρα, η νύχτα μαύρη σαν πίσσα αγκάλιαζε τα πάντα σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων, κάνοντας την ορατότητα εξαιρετικά δύσκολη. Έμεινε να κοιτάζει μπερδεμένη προς το μέρος του. Ξάφνου, εμφανίστηκε κι αυτός μέσα από τις καλαμιές. Σαν αλαφιασμένη, η αέρινη φιγούρα έκανε να φύγει. ‘‘Στάσου, σε παρακαλώ!’’ αναφώνησε, και συνέχισε ‘‘Ποιά είσαι; Πού μένεις; Πες μου το όνομά σου!’’. Γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε παραξενεμένη. Τα μάτια της λαμπύριζαν σαν φωτεινά άστρα. Με αργά και σταθερά βήματα άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της, λέγοντας ‘‘Άσε με να σε κοιτάξω από κοντά. Μίλησέ μου. Πώς σε λένε;’’. Η αέρινη φιγούρα άρχισε να τρέχει, τα κατάμαυρα μαλλιά της μπερδεύτηκαν με τον άνεμο, το άσπρο διαφανές φόρεμά της χτυπούσε επιτακτικά το χώμα. Κι έτσι χάθηκε, όπως χάνεται κάθε πανέμορφη όαση στη μέση της ερήμου όταν εμφανίζεται η πραγματικότητα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου