«Μπορεῖς νὰ πᾶς σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο θέλεις», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἐγὼ πῆγα σ᾿ ὅποιο τόπο καὶ σ᾿ ὅποιο χρόνο μπόρεσα νὰ σκεφτῶ». Κοίταξε πέρα στὴ θάλασσα. «Εἶναι παράξενο. Οἱ γλάροι ποὺ περιφρονοῦν τὴν τελειότητα γιὰ χάρη τοῦ ταξιδιοῦ πηγαίνουν... πουθενά, μὲ καθυστέρηση. Ὅσοι ἐγκαταλείπουν τὰ ταξίδια γιὰ χάρη τῆς τελειότητας πηγαίνουν παντοῦ, στὴ στιγμή. Θυμήσου, Ἰωνάθαν, ὁ παράδεισος δὲν εἶναι ἕνας τόπος ἢ ἕνας χρόνος, γιατί ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος εἶναι πράγματα δίχως κανένα νόημα. Ὁ παράδεισος εἶναι...». Αφήνω το βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπαχ στο κρεβάτι. Πλησιάζω στο παράθυρο, το ανοίγω ελάχιστα, όσο για να νιώσω τη φθινοπωρινή ψύχρα της βρετανικής πόλης στα μάγουλά μου. Ανάβω τσιγάρο, η νικοτίνη καίει τον οισοφάγο, αλλά ποιός νοιάζεται; Ξεφυσώ τον καπνό με ευχαρίστηση, παρατηρώντας τους περαστικούς.
Σκέφτομαι πού να ’σαι τώρα, τι καιρό έχει εκεί κάτω. Σε φαντάζομαι να διασχίζεις την πλατεία Συντάγματος βιαστικά. Πάει αρκετός καιρός που δεν έχεις φανεί. Θυμάμαι καλά! Το πρόσωπό σου είχε μια λάμψη όταν με συναντούσες· αυτό ειδικά δεν μπορώ να σου το συγχωρήσω. Διασχίζεις βιαστικά την πλατεία, λογικά θα συναντήσεις τους φίλους σου εκεί στα γνωστά σας λημέρια. Κολλημένο το πρόσωπο στο τζάμι, εξακολουθώ να παρατηρώ τους περαστικούς να μιλάνε για αυτά που πάντα τους απασχολούν. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο και μέσα στο παραλήρημά μου θέλω να τους φωνάξω πως κάπου ανάμεσα σε Ιούνη και Ιούλη, σκοτώθηκε σε τροχαίο η επιθυμία σου για μένα.
Κάνω μια παύση και με το τσιγάρο στο στόμα πασκίζω να ανοίξω ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Έξω έχει πιάσει ψιλή βροχή κι οι περαστικοί ανοίγουν ένας-ένας τις πολύχρωμες ομπρέλες τους. Με το τσιγάρο στο ’να χέρι και το μπουκάλι του κρασιού στο άλλο και με μια μάλλινη κουβέρτα να αγκαλιάζει τους ώμους μου, κάθομαι ξανά στο περβάζι του παραθύρου. Σε φαντάζομαι τώρα να ’σαι με την παρέα σου για καφεδάκι. Ποιός ξέρει, θα ’ναι και το καινούριο σου ‘‘αμόρε’’ εκεί. Θέλω να πιστεύω πως κάθε φορά που την κάνεις να χαμογελά, θυμάσαι το χαμόγελό μου. Θέλω να πιστεύω πως της είναι αδύνατο να ξεκαρδίζεται με τα αστεία σου περισσότερο από μένα. Μα πώς αλλιώς;
Από το μπαλκόνι τινάζω τη στάχτη του τσιγάρου μου. Έχω πιει λίγο παραπάνω, ασυναίσθητα. Το μπουκάλι είναι σχεδόν άδειο· η μορφή σου καθρεφτίζεται στο χνωτισμένο τζάμι, κι εγώ αρχίζω να μετανιώνω για το κρασί που έχω κατεβάσει! Στο κινητό μου ένα μήνυμα παραμένει αδιάβαστο. Κάποιος μου στέλνει φιλιά. Ας πάει παρακάτω. Τα δικά μου φιλιά είναι κλειδωμένα, έχουν διαφορετικό προορισμό. Ο προορισμός τους τώρα θα παίζει χαρτιά και θα καπνίζει ένα πούρο. Ή θα βλέπει την νέα ταινία του Τζέιμς Μποντ με το νέο του κορίτσι. Στον καναπέ του, όπου συνήθως ξαπλώνει τα μεσημέρια κι όπου έχει τόσο ωραία παραδοθεί στο δικό της κορμί. Εκεί θα βλέπουν ξαπλωμένοι την ταινία. Κάπου κάπου της χαρίζει τα φιλιά του...
Αφήνω το μπουκάλι στην άκρη κι ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, το τελευταίο για απόψε. Ξέρεις κάτι; Κάθε τόσο είχα κάτι να σου πω, αλήθεια, όλο αυτό τον καιρό. Κάποια τα σημείωνα σε μικρά χαρτάκια, μετά τα έχανα, κάποια τα σημείωνα στο μυαλό μου, χαμογελούσα, ήταν όμορφα· και αυτά τα έχανα. Σκόνταφτα πάνω σε λέξεις, έσπρωχνα φράσεις να περάσω, κυνηγούσα σελίδες στον άνεμο, σιδέρωνα χαρτιά από το νερό της θάλασσας. Τώρα πια, αμίλητη κοιτάζω τον κόσμο με εκείνο το βαριεστημένο μου βλέμμα, το ‘‘ δε μου γαμιέστε όλοι’’, ας κοιμηθώ, μήπως είμαι τυχερή και δω κανά καλό όνειρο από εκείνα που σου φτιάχνουν τις μέρες και βρίσκεις νοήματα, και νιώθεις εκείνο το μούδιασμα, σαν έρωτας ένα πράγμα. Αυτό!
Ένα κλικ με τα δάχτυλα, ένα χτύπημα στο πάτωμα να ξορκίσει το κακό, σαν ζεϊμπέκικο, από εκείνα που σε πορώνουν, που νιώθεις και την τελευταία τους πενιά σαν νύξη στη ραχοκοκαλιά σου. Όπως και να έχει, άλλη μια μέρα ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια μου χωρίς εγώ να την αξιοποιώ. Μα είναι τόσο εύκολο να ξεγλιστρήσει, όσο εύκολο είναι ένα κύμα να έρχεται εκεί που είσαι, να σε χτυπάει, μετά να επιστρέφει στη θάλασσα, να σε σκορπίζει, εσένα, τις σκέψεις, τις βαλίτσες, το είναι σου, το απ’ αυτό και το παραπέρα. Και μετά να ξυπνάς ναυαγός στις σκέψεις σου, και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να περάσει άλλη μια μέρα, να πας παρακάτω, όχι ότι ξέρεις πού πας, απλά παρακάτω. Ζαλίζομαι απ’ το κρασάκι, από τους ήχους που κάνουν τα αυτοκίνητα σαν διασχίζουν τον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι μου, από τους περαστικούς που περνούν πέρα δώθε. Δεν έχει σημασία να καταστρέφεσαι εσύ και το είναι σου. Σημασία έχει να είσαι υπόδουλος σε ένα φαύλο κύκλο που αχόρταγα, ακόρεστα σε καταβροχθίζει. Τόσο πολύ τον αγαπάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου