Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Σκοτεινή Πράξη ~ Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα)





Aιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού
και μόνο το τραγούδι μας καμιά φορά θλιμμένο μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως σε σιωπηλή γυναίκα, γερνάμε ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.
Κι αλήθεια, κατά που πέφτει η βασιλεία,
και μόνος ο καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου
αργά τη νύχτα.
 
--------------------------


Kι ίσως αυτό που ποτέ δεν καταλάβαμε ήταν ότι έμεινε για
πάντοτε δικό μας, γιατί ποιός κέρδισε ποτέ τη νύχτα ή τ' όνειρο
και μες στο σπίτι ο ένας για τον άλλον ένα απλό κειμήλιο είμαστε
και μόνος του ο καθένας θα πεθάνει, έτσι μέσα στο ανήσυχο βράδυ
αλλόκοτα φωτισμένο απ' τους πυρσούς, είμαστε πάντα απροετοίμαστοι. Και ήταν αυτή η συγκομιδή μας. 


------------------------



Ή άλλοτε, τη νύχτα, τα βήματα κάποιου μακριά μας έλουζαν
άξαφνα μες στο βαθύ μυστικό τους,
τότε καταλαβαίναμε πως όλα θα μείνουν άγνωστα για μας
και πως αυτό θα είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία.


--------------------------



Αλήθεια, πού ζήσαμε, γιατί συχνά ξαναγυρίζουμε άξαφνα,
και τότε ένα πρόσωπο άγνωστο στο δρόμο ή στο βάθος μιας
κάμαρας (που είναι κιόλας κλειδωμένη), στέκεται τόσο αβέβαια,
που το αναγνωρίζεις αμέσως
αφού και το σπίτι μας δεν ήτανε ποτέ χτισμένο,
μα έτοιμο να ξεκινήσει με τον πρώτο περαστικό
κι οι αληθινοί μας πόνοι κλαίνε αλλού
και μόνο μας στέλνουν ένα κλονισμένο βήμα,
ή ένα κυπαρίσσι, ξαφνικά, καθώς περνάμε όπως
η λύρα, που πονετική το βράδυ στο χέρι του τυφλού
ακουμπάει ένα τραγούδι.

Όμως οι ονειροπόλοι περίμεναν στο βάθος κι η αιώνια
αναμονή τους, σχεδόν ορατή, τους σήκωνε κι από τον ένα κόσμο
πήγαιναν στον άλλον με τα παλιά τους, φθαρμένα πανωφόρια,
ώσπου όταν βράδιασε (κι ένα βράδυ είναι πολύ) έγειραν στο κιγκλίδωμα.
Ήμουνα ξανά μονάχος, κι αχ, ήτανε πολλά στον ουρανό τ' αστέρια,
και δεν ήθελα Θεέ μου να πεθάνω....


----------------------------------


Τρωτοί κι αφανείς υπήρξαμε, πλάθοντας με το φτωχό πηλό
τις μέρες μας στην άκρη του ορίζοντα, κυβερνώντας με υπομονή
τις νύχτες μας στην άκρη της γυναίκας,
και πάντα ο παμπάλαιος χρόνος που σε νέους θρύλους μας
αποπλανά. Όμως είναι κάποιος, που κάθε πρωί ντύνεται το κουρέλι του, για να περάσει αμόλυντος μες' απ' την πόλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου