Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Κι αν δεν λέω τίποτα, είναι που δεν έχω κάτι να πω.



Ψάχνω από πού να πιαστώ. Νιώθω σαν να βυθίζομαι σε έναν αβυσσαλέο ωκεανό, παγωμένο, σκοτεινό. Κανένας ήχος, καμιά κίνηση τριγύρω. Πώς γίνεται να βρίσκεσαι ολομόναχος σε ωκεανό; Είναι ν' αναρωτιέται κανείς. Το πρόσωπό μου έχει παγώσει. Το μυαλό μου ψάχνει τρόπους επιβίωσης. Καταλαβαίνω πως το σώμα μου αιωρείται. Δεν το νιώθω, το βλέπω όμως. Είναι λες και ο άλλος μισός μου εαυτός παρακολουθεί το θέαμα από απέναντι. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει, ποιά μοίρα με οδήγησε μέχρι εδώ και όντας αυστηρή, με τιμωρεί. Την ακούω να γελάει, μάλιστα! Το καταλαβαίνω στο τροπάριο που ευλαβικά ψέλνουν τα παγωμένα κύματα. Ο άλλος μισός μου εαυτός συνεχίζει να παρακολουθεί το παγωμένο μου κορμί να αιωρείται. Με παρατηρεί. Τα μάτια κλειστά, το σώμα μελανιασμένο, κάτασπρα είναι και τα άκρα μου. Ω, μα θα 'λεγε κανείς πως καμιά ψυχή δεν κατοικεί πλέον σ'αυτό το ερειπωμένο κορμί. Κι όμως... 

Μέσα μου νιώθω να χωρίζομαι σε δυο ίσα κομμάτια. Στο πρώτο κομμάτι που ατέρμονα βυθίζεται σ' έναν ωκεανό και ανήμπορο να αντιδράσει, υπομένει να λυτρωθεί από έναν από μηχανής Θεό. Και στο δεύτερο κομμάτι που παρατηρεί από απέναντι. Που βλέπει, νιώθει, καταλαβαίνει τον πόνο, την σύγχυση, τον φόβο αλλά δεν κάνει τίποτα. Κάθε άλλο. Υποσυνείδητα, σκέφτεται "στα 'λεγα εγώ". Να 'ναι λες η αιώνια μάχη μεταξύ "λογικής" και "καρδιάς"; Μεταξύ "καλού" και "κακού"; Του "πρέπει" και του "μη"... Και το έπαθλο; Ποιό είναι το έπαθλο για τον νικητή; Και ποιό το τίμημα για τον ηττημένο;

Κι εσύ; Εσύ, γητευτή των λέξεων. Σε φοβάμαι γιατί μοιάζεις με το δεύτερο κομμάτι του εαυτού μου. Με βλέπεις να εξασθενώ, να ζητώ έλεος και το διασκεδάζεις. Μπαινοβγαίνεις στα άδυτα της ψυχής μου με τόση άνεση, δεν οφείλεις ποτέ εξηγήσεις για τίποτα και σε κανέναν. Αλλά πάντα επιστρέφεις. Γιατί; Κι αν πασκίζω να σε καταλάβω, κι αν σε καταλαβαίνω ορισμένες φορές, τις πλείστες σε νιώθω τόσο μακριά. Σε ξέρω, ακόμη και αν δεν σε ξέρω. Χωρίς πώς και γιατί. Και σε φοβάμαι. Όμως με έλκεις κοντά σου κι εγώ είμαι ανήμπορη να αντισταθώ. Ξεπερνώ τα πάντα για εσένα - κάθε φραγμό, κάθε ήθος, όλες μου τις αξίες τις ισοπεδώνω.
 

Ποιά διαστροφή με έλκει σε εσένα όμως; Τι πόθος ανεκπλήρωτος είναι αυτός, και από πού πηγάζει; Μόνο αν σε δω θα καταλάβω. Μέχρι τώρα κοντά μου είχα μόνο τη σκιά σου. Τώρα θα έχω και τη μορφή σου. Γιατί εσένα τον ίδιο, δεν μπορώ να σε έχω - ούτε και θέλω. Καμία δεν μπορεί - δεν αυταπατώμαι, δεν διαφέρω. Κάποιες ήθελαν. Εσύ όμως όχι. Δεν μπορείς. Δεν είναι για εσένα αυτή η ζωή. Δεν σου ταιριάζει. Έχεις δεχτεί τη μοίρα σου να είναι βουτηγμένη στην ασυδοσία και απλά δεν σε νοιάζει. Απλά δεν αφήνεις τον εαυτό σου να νοιαστεί. Γιατί είσαι τόσο δειλός. Αυτή είναι η ευλογία, αλλά και η κατάρα σου.

Κι αν δεν ένιωσες ποτέ όλα όσα ένιωθα, σε συγχωρώ εγώ. Και σε λυπάμαι. Γιατί ξέρω πως η συγκίνηση από τα ανέκφραστά σου μάτια έχει πια χαθεί για πάντα. Και αν μου λες δεν πειράζει, εγώ σε πιστεύω. Γιατί αρέσκεσαι στην χαμέρπεια της ηδονής και του πόθου. Έτσι είσαι όμως, και αυτό δεν αλλάζει. Πάντα έτσι ήσουν ακόμη και αν το αρνιόσουν. Δεν σε μισώ. Τη νοσηρή σου ζωή, μόνο εσύ έχεις να την αντιμετωπίσεις. Και σε λυπάμαι, γιατί είσαι μόνος. Ελπίζω να μην το έχεις καταλάβει. Αν και κάποτε, όταν γυρνάς αργά το βράδυ στο άδειο σπίτι και ο Μορφέας σε αποστρέφεται τόσο, βίαια οι σκέψεις εισβάλλουν στην άδεια σου συνείδηση. Τι κι αν παλεύεις να τις διώξεις. Αυτές είναι εκεί. Μπροστά σου. Και αν κλείνεις τα μάτια, αυτές δεν χάνονται. Δεν υπάρχει κανένας κοντά σου να τις διώξει. Και το ξέρεις... Στις αναθυμιάσεις του καπνού που αναδύονται από κάθε σου κύτταρο και στο στιλπνό σου βλέμμα, κάπου διακρίνεις την αλήθεια. Όμως έτσι όπως είσαι, βουτηγμένος στο ψέμα, δεν την αντέχεις κοντά σου. Και τρέχεις, τρέχεις μακριά της, βρίσκοντας καινούργια ψέματα, σαν καλός παραμυθάς που είσαι. 

Κάποτε τα άκουγα τα ψέματά σου. Και πειθήνια σε ακολουθούσα. Γιατί οι μεγαλύτεροι παραμυθάδες ξέρουν πως οι γυναίκες πάντα αρέσκονται στο ψέμα. Στη γλυκειά πανάκεια που διώχνει μακριά καθετί κακό. Τώρα περπατάω στους ίδιους δρόμους που περπατούσαμε μαζί κάποτε. Σηκώνω το κεφάλι μου προς τη μεριά της δύσης, και αντικρίζω το ηλιοβασίλεμα που κάποτε στην αγκαλιά σου είχα νιώσει τη ζεστασιά σου. Νυχτώνει όμως τώρα κι εσύ είσαι μακριά. Προσπαθώ να θυμηθώ πόσο όμορφα ήταν όλα πριν από εσένα. Και μάντεψε. Στη φρεναπάτη του θροΐσματος δεν ακούω τη φωνή σου πια. Κάτω από τον ίδιο ουρανό, στις σκιές του ίδιου ήλιου, στα ίχνη των παλιών βημάτων μας, τα κατάφερα. Είσαι μακριά κι εγώ είμαι καλά. Τις πλείστες φορές, τουλάχιστον...

Βλέπεις; Είμαι και εγώ καλή στα παραμύθια. Έμαθα από τον καλύτερο. Κάποτε νόμιζα πως σε είχα, όμως και αυτό μια ψευδαίσθηση ήταν. Για να έχεις κάτι πρέπει να μπορείς να το ορίσεις, και αυτό με εσένα δεν το κατάφερα ποτέ ... Λένε πως ό,τι δεν συνέβη ποτέ, δεν το ποθήσαμε αρκετά. Μα ό,τι δεν μπορούμε να έχουμε, ποθούμε περισσότερο. Το ανικανοποίητο, αυτό που είσαι καταδικασμένος να βλέπεις πάντα μπροστά σου αλλά να μην το κρατήσεις ποτέ στα χέρια σου, στερεί την ευτυχία. Αυτή την ιδανική ουτοπία. Αυτή την ανεκπλήρωτη ιδέα. 
 
Να σου πω ένα μυστικό; Η ευτυχία δεν υπάρχει. Το ξέρω πια. Μάθε το λοιπόν και εσύ. Το να αναζητάς δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα βρεις κιόλας. Θυμήσου το αυτό. Και αρκέσου στη χαρά. Μην είσαι άπληστος. Μέχρι να πέσει και ο τελευταίος κόκκος στην κλεψύδρα της ζωής σου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου