-Ίδιοι δρόμοι. Ίδιες διαδρομές. Πάντα. Οι καταστάσεις ποτέ δεν αλλάζουν, οι συνθήκες είναι πάντοτε οι ίδιες. Ποτέ ευνοϊκότερες.
-Και οι άνθρωποι;
-Ούτε κι αυτοί αλλάζουν. Εκείνο που αλλάζει είναι η οπτική τους γωνία. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται και αντιμετωπίζουν τον ίδιο τύπο ανθρώπων που εξακολουθούν να τους προσεγγίζουν. Άνθρωποι που έχουν μάθει να πηγαινοέρχονται άσκοπα στις ζωές μας δίχως οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Ίσως επειδή οι ζωές τους είναι τόσο μονότονες, τόσο μονόχνωτες και προσπαθούν να απομυζούν ενέργεια ή λιγοστές στιγμές ευτυχίας από ανθρώπους που σφύζουν από ζωή, από ανθρώπους έτοιμους να δοθούν ολοκληρωτικά σε ένα ασίγαστο πάθος.
-Τους οικτίρω...
-Κι εγώ, καρδιά μου, μα δεν κάνει.
-Τέτοιοι άνθρωποι θα 'ναι πάντα δυστυχισμένοι...Θα αναζητούν το νόημα της ζωής σε ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα, σε πολυχρησιμοποιημένα σώματα, σε καλά προβαρισμένες ηδονές. Θα αισθάνονται την πληρότητα μόνο όσο κρατάει μια σεξουαλική επαφή. Και μετά; Ξανά στην αναζήτηση για το επόμενο άτομο που θα τους κάνει να ξεχαστούν απ' τη μιζέρια της ζωής τους.
-Καλά τα λες. 'Εχουν μάθει να καραδοκούν πίσω από σκοτεινά σοκάκια παρατηρώντας και - προσεκτικά - διαλέγοντας το επόμενο τους θύμα. Σαν τις αράχνες, έτσι κι αυτοί, θαμπώνουν το θύμα με τον αστραφτερό τους ιστό κι όταν αυτό πιαστεί στα δίκτυα τους, το καταβροχθίζουν αργά και βασανιστικά.
-Αυτό είναι άδικο...
-Και ποιός είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη, μάτια μου; Η ζωή έχει μάθει να γονατίζει τους δυνατούς, εκείνους που δεν τα βάζουν κάτω. Οι αδύνατοι είναι ήδη γονατισμένοι. Καθένας από μας κρύβει μέσα του μια ατέρμονη επιμονή, μια απαράμιλλη δύναμη που αποτελεί εφαλτήριο για τον δρόμο της επιβίωσης. Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, Ποσειδώνες και λογής λογής εμπόδια θα βρεις μπροστά σου, όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις. Η Ιθάκη, όμως, μια είναι. Έχε τον νου σου στην Ιθάκη. Γιατί «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θά 'βγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν...»
Ψεύτικα αισθήματα, ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα, και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της απ' την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε χέρια κερένια.
Στ' άσαρκα μάγουλα πως έχει μείνει
πίκρα το νόημα γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο το μικροστόμα
δίχως το μίλημα, δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου θα τα φιλήσω,
να 'βρω γυρεύοντας μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα λέξη του κόσμου,
και το παράξενο φως του έρωτός μου.
Άλλη μια μέρα
οδεύει στο τέλος της, άλλη μια εβδομάδα κοντεύει να συμπληρώσει τον κύκλο της.
Κυριακή σήμερα. Παράξενο αυτό που κάθε Κυριακή με κατακλύζει εκείνη η
απροσδιόριστη μελαγχολία. Ίσως επειδή βλέπω τις μέρες της εβδομάδας να
τελειώνουν, τη ζωή μου να μένει στάσιμη κι εσένα να παραμένεις σε κόσμους
μακρινούς. Αναρωτιέμαι πού θα είμαστε μετά από χρόνια. Ναι, μιλώ για το μακρινό
μέλλον γιατί το παρόν μας το γνωρίζω εδώ και καιρό. Προφανώς έχω συμβιβαστεί με
την απουσία σου γι’ αυτό δεν μπαίνω στη διαδικασία να πάρω τηλέφωνο για ν’
ακούσω τη λατρεμένη χροιά της φωνής σου. Γι’ αυτό επιλέγω γι’ άλλη μια φορά να
γράψω μερικές λέξεις στο χαρτί που θα κλειδωθούν στο συρτάρι του γραφείου μου
κι αυτές, παρέα με τις υπόλοιπες.
Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο μπας και καταφέρω με
τον καπνό να ξεδιαλύνω τις μπερδεμένες σκέψεις που ταλανίζουν το μυαλό μου. Διακόσια
γραμμάρια σκέψεις, ένα ποτήρι θλίψη κι ένα κουταλάκι του γλυκού αναμνήσεις… Η
απόλυτη συνταγή της μελαγχολίας…Φέρνω
ξανά τη μορφή σου στο μυαλό μου κι ενώ προσπαθώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις
για να συνεχίσω το γράμμα μου, παθαίνω “black-out”. Θα φταίει το χαμόγελό σου φαίνεται… Άραγε περνώ καθόλου από το μυαλό σου
τα κυριακάτικα βράδια που μένεις μόνος; Έχω ανάγκη να πιστεύω ότι είσαι μόνος,
ότι δεν αναζητάς συντροφιά σε άλλο σώμα.
Δεν είναι εγωισμός. Είναι έρωτας,
είναι αγάπη, είναι εκείνη η τρέλα που μου θολώνει το μυαλό όπως θολώνει ένα
παγωμένο γυαλί απ’ την καυτή ανάσα. Αν αγαπάς κάποιον, δεν θες να είναι ευτυχισμένος
όπου κι αν είναι. Θες να είσαι εσύ ο λόγος της ευτυχίας του επειδή από αυτό
αντλεί αξία η ύπαρξή σου. Ήθελα να είμαι εγώ το άτομο που θα του εκμυστηρεύεσαι
τους φόβους σου, τις αγωνίες σου, τις χαρές και τις λύπες σου. Ήθελα να ‘μαι το
άτομο που θα αντικρίζεις μόλις ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Το πρώτο άτομο που θα
σου χαμογελά μόλις ξεκινά η μέρα σου.
Δεν βρίσκω το κουράγιο να βγω έξω. Κάθε
δρόμος, κάθε στέκι, κάθε μορφή, κάθε τραγούδι μου θυμίζουν εσένα. Η πόλη
φαντάζει βλοσυρή κι απάνθρωπη, έτοιμη να με καταβροχθίσει. Η φυγή μοιάζει να ‘ναι
η μόνη επιλογή. Από τη στιγμή που γίναμε δυο μισά που κάποτε είχαν ενωθεί, τι
μου μένει να κάνω; Τι μπορείς να κάνεις όταν χάνεις το άλλο σου μισό; Φεύγεις.
Φεύγεις από το μέρος που το είχες βρει για να πάψεις να ελπίζεις ότι θα το
ξανασυναντήσεις κάποια μέρα. Ξέρω ότι οι άνθρωποι μπορούν να αγαπήσουν αληθινά
μόνο μια φορά στη ζωή τους. Άντε το πολύ δυο, αν είναι τυχεροί. Εγώ αγάπησα και
τις δυο φορές με όλο μου το είναι.
Έχω νιώσει πώς είναι να λιώνεις με ένα φιλί
σε σημείο που θαρρείς πως θα λιποθυμήσεις από έρωτα. Έχω νιώσει πώς είναι να
κόβονται η ψυχή και το σώμα στα δύο όταν αποχωρίζεσαι την αγάπη σου. Έχω νιώσει
πώς είναι να υπάρχεις απλά, να ζεις μηχανικά, να είσαι ένας ζωντανός-νεκρός. Έχω
νιώσει πώς είναι να ξυπνάς κατά τη διάρκεια της νύχτας από έρωτα, από τρέλα,
από αγανάκτηση και να φέρνεις στο νου σου εικόνες, στιγμές, λόγια και συναισθήματα.
Σ’ αγαπώ μα δεν φτάνει. Η αγάπη δεν είναι ποτέ αρκετή σε τέτοιες περιπτώσεις. Η
θέληση και η προσπάθεια είναι οι κινητήριες δυνάμεις.
Εμείς είχαμε εγωισμό
καρδιά μου! Θελήσαμε να παίξουμε το παιχνίδι “Ο πιο εγωιστής χάνει μόλις
ανοίξουν τα φώτα”. Αναρωτιέμαι, όμως, ποιός απ’ τους δυο είναι ο πιο χαμένος.
Εσύ που δε θα βρεις άλλη να σε αγαπήσει όπως εγώ; Ή εγώ που δε θα βρω το
κουράγιο να αγαπήσω ξανά με την ίδια ένταση και συχνότητα; Στα φαρμακεία,
βλέπεις, δίνουν όλων των ειδών τα γιατροσόφια εκτός από αντιβίωση για την
επούλωση μιας κομματιασμένης καρδιάς. Δυστυχώς ο έρωτας δεν έρχεται με οδηγίες
χρήσης, δεν σου χτυπά ευγενικά την πόρτα και σίγουρα δεν σε ρωτά “Μπορώ να
εισέλθω;”. Φοβάμαι μακριά σου, νιώθω μετέωρη κι αποπροσανατολισμένη. Φοβάμαι
χωρίς τη σιγουριά στο πανέμορφο χαμόγελό σου, χωρίς την αισιοδοξία στα καστανά
σου μάτια. Φοβάμαι ότι μια μέρα, ίσως χρόνια μετά, θα κάνω μια αναδρομή στο
παρελθόν και θα μετρήσω τα σπασμένα. Κι είναι πολλά…
"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’
αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας να 'χω πια
ολότελα ξεχαστεί απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με
νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω
ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και
Ζωή και Χάρος ήμουν! Έζησα, τ'ομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα
να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν
θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον
θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω
μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που 'λέγαν πως μ’ αγάπησαν κι ας μη
μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή που 'κρυβε
περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της.
Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν
αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους. Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι
λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην
αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα
στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό
το ένιωθα μέσα μου κι όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου
αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια
μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν
και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται
στον πόνο της; Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι
αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων;
Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι
άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί
άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την
κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα
το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μου 'παιρνε ό,τι
άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονεί για μένα. Κι
ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ’ ένα κόσμο τόσο
παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν
παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον
ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν
φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου,
καλά την ονόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θα
'θελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενιά
ηττημένη. Κάποιοι από μας 'κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά
κανείς δεν τόλμησε -ούτ’ από μας, ούτ’ από τους άλλους- δεν τόλμησε να
ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια
σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι
περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά να βρουν την
αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με
κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι
της αντίληψης. Κι όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο
μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος
τόλμησε. Μου 'πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα
γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Το 'χε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του!
Γι’ αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με
συντροφεύουν, αδέλφια μου σ’ ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να
συλλάβουν.
Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που
ποτέ δε δέχτηκα μ’ ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. "Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε 'μεις που
την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα,
από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξέρω, αφού ο χρόνος δεν
έχει πια για με καμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη
δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κοιτάζω πίσω. Όλα ζητάω τα
χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κοιτάζω
πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες
και φρίκη, είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με-
θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με την καρδιά
δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ έβρω μοναδική κι
αξέχαστή μου αγάπη.
Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά
σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου 'κείνο που
μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό
σου, να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να
ιδώ, να νιώσω το φίλημά σου. Είναι τόσο μεγάλος ο καημός κι είμεθα τόσο
μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν. Τα λόγια αυτά ίσως ν’ ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου,
μα, αλί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο
ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το
παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη!
Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους
πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να
ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική
που 'ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα
δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια,
ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το
χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της
αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι
όταν έρθει η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από
ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα 'μεις τα
παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κοιτώ πίσω κι
αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμιά άλλη
γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμιά άλλη κι
αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε,
'κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’
αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες καρδιακές στο προσκεφάλι
μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν. Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.
Δεν βαρέθηκες να
μοιρολογείς; Πάει αυτός ο έρωτας, έφυγε! Δεν άντεξε το ασήκωτο βάρος των
προσδοκιών σου και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Γιατί αυτή η ατέρμονη θλίψη;
Γιατί, εαυτέ μου, χειμώνιασε η καρδούλα σου από τώρα; Νωρίς είναι ακόμη,
Οκτώβριο έχουμε! Κάνε υπομονή και μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς ρε
μορτάκι. Σάμπως αυτουνού θα του λείψεις νομίζεις; Ούτε την απουσία σου δεν πήρε
χαμπάρι βρε κουτό! Θα ‘πρεπε να έχεις συνηθίσει μέχρι τώρα, παρ’ όλα αυτά μοιρολογείς και θρηνείς κάθε φορά σαν να ‘ναι η πρώτη! Σαν να μην το ‘χεις ξαναζήσει
το έργο! Θυμίζεις κάτι ταινίες κακογραμμένες με σενάριο τετριμμένο,
χιλιοειπωμένο και ρηχές ερμηνείες από δευτεροκλασάτους πρωταγωνιστές.
Η διαπίστωση
είναι αυτή που σε πονά περισσότερο, το ξέρω! Η διαπίστωση ότι δεν αγαπήθηκες
καθόλου. Ή δεν αγαπήθηκες αρκετά ώστε να μείνει δίπλα σου και να παλέψει για το
κοινό σας μέλλον. Χα! Κοινό μέλλον; Μωρ’ τι μας λες! Εδώ δεν είχατε κοινό
παρόν, το κοινό μέλλον σε μάρανε! Έτσι είναι οι άνθρωποι κουκλάκι μου, έτσι
λειτουργούν. Φεύγουν νωρίτερα μην τυχόν και νιώσουν! Μεγάλη κατάρα να νιώθεις,
θέλει κότσια και τσαγανό. Γι’ αυτό οι άνθρωποι προτιμούν το επιφανειακό, το
πρόσκαιρο, το απλό, το εύκολο! Σου λέει, πού να τρέχω τώρα να διεκδικώ; Κάτσε
στα αυγουλάκια σου, μπορείς να έχεις το “χρησιμοποιημένο” που δεν χρειάζεται να
κοπιάσεις για να το αποκτήσεις.
Σε οικτίρω! Ναι,
εσένα,όχι εκείνον. Εκείνον τον θαυμάζω!
Βεβαίως, σωστά άκουσες! Τον θαυμάζω γιατί χρειάζονται μεγάλα αποθέματα
αναισθησίας και εγωισμού ώστε να μην καταφέρει να νιώσει τίποτα μετά από έναν
χρόνο και κάτι μήνες. Ψιλά γράμματα μωρέ!Εσύ, όμως, που ένιωσες είσαι για λύπηση γιατί
όσο αλτρουιστής κι αν είναι κάποιος, η αγάπη πρέπει να ‘ναι αμφίδρομη. Στην
αγάπη υποτάσσεσαι δεδομένου ότι υποτάσσεις. Εσύ απλά αρκέστηκες στο να
υποταχθείς.
Κι αυτή τη θάλασσα που πιάναμε στα χέρια Κι αυτό τον ήλιο που ανάβαμε τα καλοκαίρια
Καίω εσένα, καίω εμένα Καίω τα όνειρά μου τα σταματημένα Καίω εσένα, καίω εμένα Καίω μαζί κι όλα τα σώματα τα ερωτευμένα
Αυτή η φλόγα να λυγάει το κοίταγμά σου Αυτή η φλόγα να ζαρώνει ό,τι αγαπώ Κοίτα πώς γίνεται απόψε σκόνη η ομορφιά σου Κοίτα πώς γίνεσαι μια στάχτη μες στον ουρανό Καίω τον τρόπο που κοιτάζονταν τα σώματά μας Καίω τον τρόπο που αγκαλιάζονταν τα βλέμματά μας
Καίω εσένα, καίω εμένα Καίω τα όνειρά μου τα σταματημένα Καίω εσένα, καίω εμένα Καίω μαζί κι όλα τα σώματα τα ερωτευμένα
Ξυπνώ, πλένομαι, ντύνομαι και βγαίνω έξω. Άλλη μια μέρα περνά χωρίς εσένα. Χωρίς νόημα. Άλλη μια μέρα θα κυλήσει αβίαστα, μηχανικά. Σαν καλοκουρδισμένο ρομπότ θα βγω έξω, θα κάνω τις δουλειές μου, θα χαμογελάσω ίσως σε 'κανα γνωστό, θα προσπαθήσω να γελάσω με τα αστεία της παρέας... Τι κι αν περάσουν 10 λεπτά, τι κι αν περάσουν 10 ώρες... Καμία αίσθηση δεν μου κάνει. Πάνε μέρες τώρα που προσπαθώ να πνίξω την εικόνα σου σ' ένα μπουκάλι ουίσκυ. Που προσπαθώ να σβήσω την μορφή σου ξεφυσώντας τον καπνό απ' το τσιγάρο που όλο λέω πως θα 'ναι το τελευταίο και όλο ανάβω το επόμενο. "Είσαι καλά, θα γίνεις καλά", συνεχίζω να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. Ποιόν κοροϊδεύω! Η μορφή σου εξακολουθεί να με στοιχειώνει. Το γέλιο σου, το βλέμμα σου, τα μάτια σου... Τι κι αν επιζητώ το χάδι, το φιλί σε αγκαλιές ξένες... Κανένας δεν είναι εσύ.
Τί νομίζω πως κάνω; Αφού ό,τι αναπνέει, ό,τι περπατάει, ό,τι μιλάει, ό,τι
υπάρχει σε τούτο τον τόπο θυμίζει εσένα. Ό,τι ζω είναι απλά μια παραλλαγή κάποιας στιγμής που ήσουν
δίπλα μου... Μια φτηνή απομίμηση... Δεν καταλαβαίνω. Δεν με καταλαβαίνω. Γιατί δεν σε ψάχνω; Γιατί δεν παλεύω για να είσαι δίπλα μου; Τί είναι αυτό που με κρατάει αδρανή; Απλώς περιμένω. Αλήθεια, τί περιμένω; Εγώ δεν είμαι αυτή που έλεγε πως ό,τι δεν πάρεις μόνος σου
κανείς δε θα στο δώσει;
Και τώρα απλά περιμένω κάτι να αλλάξει, κάτι να συμβεί. Κάτι που μ'ένα μαγικό τρόπο θα σε κάνει να γυρίσεις! Κι ας ξέρω πως αυτή την φορά είναι οριστικό, όλα έχουν τελειώσει μεταξύ μας. Εσύ μάλλον το πήρες απόφαση, κομμένα τα πισωγυρίσματα. Κι αυτό γιατί εγώ σε έδιωξα. Εγώ είμαι αυτή που δεν άντεξε την κοροϊδία, την πολυγαμικότητα σου, τη σαδιστική σου συμπεριφορά, το πήγαινε-έλα σου... Κι ας υποστηρίζεις το αντίθετο, κι ας μη θες να παραδεχτείς... Για κοίτα! Τόσα τα μειονεκτήματα σου, κι εγώ εξακολουθώ να ρίχνω το φταίξιμο στον εαυτό μου που φάνηκε σκληρή, αμετανόητη και σ' έδιωξε!
Πλέον δεν ζητώ συμβουλές. Από ποιόν να ζητήσω και γιατί; Λες και δεν ξέρω ότι είσαι η καταστροφή μου. Σαν την κάφτρα του τσιγάρου, έτσι κι εσύ με καις. Με τραβάς ολοένα και πιο βαθιά στα σκοτεινά σου μονοπάτια. Εκεί που το μυαλό παρανοεί και η "ξετσίπωτη" ανάγκη για ηδονή υποβόσκει. Είσαι κάτι ανεξήγητο, κάτι καρμικό, πόλος έλξης... Κι όμως, υπάρχει κάτι που με κρατάει μακριά σου. Με κρατάει μακριά απ' το να σου τηλεφωνήσω, απ' το να σου στείλω ένα ρημαδιασμένο μήνυμα, μακριά από κάθε επαφή μαζί σου... Αυτό, που κάθε φορά που ερχόμαστε κοντά, αποτραβιόμαστε ακόμα πιο βίαια ο ένας απ' τον άλλον. Με περισσότερο μίσος κάθε φορά. Είναι λες και όλα συνωμοτούν να με
κρατούν μακριά σου αλλά ταυτόχρονα ολοένα έρχομαι και πιο κοντά σου.
Εσύ είσαι αυτό το κάτι... Και δεν ξέρω ούτε το γιατί, ούτε το πως έφτασε μέχρι εδώ αυτή η κατάσταση...Εγώ, που πάντα ήμουν ο προασπιστής της λογικής, που παραμέριζα τα συναισθήματά μου για να κάνω το "σωστό"... Πώς κατάφερα να μπλέξω μαζί σου; Γιατί άφησα τον εαυτό μου να σε ερωτευτεί; Κι ακόμη χειρότερα, να σε αγαπήσει! Προσπαθώ να καταλάβω τι είσαι, γιατί δείχνεις ό,τι δείχνεις. Λες και δεν ξέρω ότι πάντα κρύβεσαι, λες και δεν ξέρω τι
αισθάνεσαι!
Και τελικά φεύγω... Φεύγω απ' αυτό που νιώθω. Πουτάνα λογική κατέστρεψες τους πιο μεγάλους έρωτες... Κάποτε, ένας πολύ καλός μου φίλος, μου είπε: "Έμαθες να φεύγεις από αυτό που νιώθεις γι' αυτό τις νύχτες βλέπεις εφιάλτες". Δεν είχε κι άδικο! Τώρα απλά ψάχνω να βρω την δύναμη να επιβιώσω μακριά σου... Κάπου θα έχει κρυφτεί...σίγουρα...