Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Μαρία Νεφέλη ~ Οδυσσέας Ελύτης



Αποσπάσματα από την ποιητική συλλογή ‘‘Μαρία Νεφέλη’’ του Οδυσσέα Ελύτη.


ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!
απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου


ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ

Και ο Αντιφωνητής:

Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις
αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.
Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.
Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...


Η ΝΕΦΕΛΗ 

Η Μαρία Νεφέλη λέει: 

Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.


Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ


Και ο Αντιφωνητής:

Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν' απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...
Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού
ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.


Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Δεν έχω συγγενείς
απ' όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.


Και ο Αντιφωνητής:

και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l' altro donato
l' imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
είναι ο άξεστος των θαυμάτων.


Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.

Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή (αποσπάσματα)




‘‘Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή’’, ένα αριστούργημα της Αλκυόνης Παπαδάκη.

  • Ζέστανα τις ανήλιαγες σπηλιές του πόθου σου. Έμαθα τη γλώσσα των πουλιών για να διαβάσω τις κρυφές σελίδες σου. Σε περίμενα ώρες αλογάριαστες γερμένη στον πιο κοφτερό βράχο της ψυχής μου. Πόσε φορές συναρμολόγησες τη διαμελισμένη σου ψυχή; Πόσες νυχιές τρύπησες για να βγεις στο φως; Πόση βροχή κατάπιες; Τώρα μου γράφεις: ‘‘Είμαι καλά, βρήκα μια θέση στη ζωή, μπορεί προσωρινά. Επιτέλους μου χαρίστηκε ο Θεός’’. Αμ δε στη χαρίστηκε ο Θεός. Στην πούλησε. Και, μάλιστα, πανάκριβα! 
  • Μην ψάχνεις να με βρεις στις άκρες των γκρεμών που συνηθίζω να περιφέρομαι. Ούτε στα κιόσκια της απόγνωσης. Πάντως στο λέω μην ανησυχείς. Περνάω καλά. Είμαι κρυμμένη σ’ ένα όστρακο στο βάθος του ωκεανού. Εκεί μαθαίνω τα τραγούδια των κοραλλιών. Περίμενέ με. Θα ’ρθω να στα φέρω! 
  •  Περπατώ μόνη στο δάσος κι ο λύκος ακολουθεί πιστά τα βήματά μου. Ποιός είπε πως φοβήθηκα ποτέ τον λύκο; Εγώ, τον κυνηγό φοβάμαι. Από ’κείνον τρέχω να σωθώ. Ακόμα και αν σμιλεύεις τις μέρες σου πάνω σε βράχο, συνέχισε να το κάνεις. Αν δεν χάσεις τον σφυγμό του πόθου σου, αν δεν χάσεις την ηδονή ν’ ανοίγεις αυλακιές στα όνειρά σου, τίποτε δε σου υποσχέθηκαν τότε. Κάποια νύχτα εκεί που δεν το περιμένεις θα ’ρθει ο Θεός νυχτοπατώντας να πιει νερό από τη μικρή λακκούβα του βράχου σου. 
  • Το ξέρω πως κουράστηκες. Πως σώπασες. Το ξέρω πως παραπατάς. Τα ξέρω όλα. Κι ένα έχω να σου πω. Κράτα τουλάχιστον, όσο μπορείς, τον ήχο της σιωπής σου. Κάποιοι δεν είδαμε ποτέ καθαρά το τοπίο που επιθυμούσαμε να ριζώσουμε. Ξέρουμε πως υπάρχει. Ωστόσο ζούμε σαν νομάδες. Με τ’ όνειρο μιας ακαθόριστης επιστροφής. Τα κύματα σε οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν ή ανάλογα να σε καταπιούν. Είναι να μην βρεθεί η ψυχή σου άδειο κοχύλι πεταμένο στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στο άδειο κοχύλι της ψυχής τους οι γοργόνες κρύβουν το τραγούδι τους. Κάποιοι...Δε θα τους βρεις σε κάθε σου βήμα. 
  • Πόσο κλέφτες γίνονται οι άνθρωποι όταν διεκδικούνε μερτικό απ’ την ψυχή σου. Πόσο ψεύτες όταν σου ζητούν να γυρίσεις πίσω εκείνα που δε σου έδωσαν ποτέ. Πόσο ηλίθιοι όταν νομίζουν πως δεν διακρίνεις το σουγιά που είναι κρυμμένος στην ανθοδέσμη με τις γλαδιόλες. Και όταν σε ρώτησα μια νύχτα τι είμαι για σένα, σκέφτηκες λίγο και μου απάντησες αδιάφορα χαζεύοντας μια πεταλούδα που είχε παγιδευτεί στο φως της λάμπας σου: ‘‘Τι είσαι είπες; Μια νυχιά στο τίποτα της ζωής μου’’. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Φαντάσου, λέει, να μπορούσες σ όλους αυτούς που δηλητηριάζουν τη ζωή σου, να τους κολλούσες μια ταμπέλα στη ράχη, όπως αυτή που έχουν κολλήσει στα τσιγάρα. «Το άτομο αυτό βλάπτει σοβαρά εσάς και τους γύρω σας!» Γέλια που θα κάναμε! Αυτή κι αν ήταν προειδοποίηση!
  • Δεν φοβάμαι τόσο τις ανοιχτές θάλασσες. Τ’ άγρια κύματα. Τα πεινασμένα σκυλόψαρα. Πιο πολύ με φοβίζει η πλήξη των λιμανιών. Η αβάσταχτη απειλή των κάβων. Μάζεψα όλες τις πυγολαμπίδες της γης για να γράψω μια μόνο λέξη. Αγάπη. Κι ύστερα, επειδή μου άρεσε πολύ το έργο μου, άρχισα να καλώ όποιον έβρισκα μπροστά μου για να το θαυμάσει. Σιγά σιγά η λέξη γέμισε δακτυλιές. Πληγώθηκαν τα γράμματα. Νύσταξαν και οι πυγολαμπίδες και με εγκατέλειψαν. Μ’ αυτή την τόση βιασύνη μου να ξεκινώ από το τέλος, έχανα η ηλίθια τη μαγεία της αρχής. Χρόνια σε βλέπω να αγναντεύεις στο μπαλκονάκι της ψυχής σου. Δεν θέλω να μου πεις τι αγναντεύεις. Ξέρω. Ένα ‘‘ίσως’’ καρτερείς. Ένα θολό, ακαθόριστο, ολότελα δικό σου ‘‘ίσως’’.
  • Μήπως πρόσεξες ποτέ πόση βροχή μπορεί να σηκώσει ένα μικρό, άγριο τριαντάφυλλο χωρίς να διαλυθεί στο χώμα; Τι άλλο θέλεις να σου πω! Κανείς δεν είναι τόσο όμορφος, τόσο δυναμικός, τόσο σημαντικός όσο εσύ! Έλα ξεκίνα ντύσου, στολίσου, πάμε να πούμε καλημέρα στη ζωή. Εκείνο που ζητάς από τους άλλους, να το ζητάς με λεβεντιά και ώς χορτάτος. Αν μυριστούν πως είσαι λιγούρι, την έβαψες. Το πολύ να σε ελεήσουν κάποιοι πονόψυχοι. ‘‘Αγάπησα, αγάπησα, αγάπησα’’. Κραυγάζεις συνεχώς και σηκώνεις λάβαρα για αποδείξεις. Δε σου ’μαθε κανείς πως η αγάπη δεν είναι λάβαρα; Δε σου ’μαθε κανείς πως η αγάπη όταν γίνεται κραυγή τρομάζει;